Anonymous

μάρναμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάρναμαι]] (Α)<br />(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον ή ως [[σύμμαχος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις για [[κάτι]] («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φιλονικώ]], [[καβγαδίζω]], [[ερίζω]], τσακώνομαι με [[λόγια]] («εἰ σφῶιν [[τάδε]] [[πάντα]] πυθοίατο μαρναμένοιιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μάρναμαι]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[συλλαμβάνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>mrnati</i> «[[συντρίβω]], [[αφανίζω]]» και, ως [[προς]] τη σημ., αρμ. <i>mart</i> «[[πολεμώ]]»). Κατ' αυτήν την [[άποψη]] η αρχική σημ. του [[μάρναμαι]] «[[αρπάζω]], [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» εξελίχθηκε σε «[[μάχομαι]], [[πολεμώ]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το [[μάρμαρος]] και το [[μαραίνω]] θεωρείται αμφίβολη].
|mltxt=[[μάρναμαι]] (Α)<br />(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)<br /><b>1.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου ή για κάποιον ή ως [[σύμμαχος]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] με όλες μου τις δυνάμεις για [[κάτι]] («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φιλονικώ]], [[καβγαδίζω]], [[ερίζω]], τσακώνομαι με [[λόγια]] («εἰ σφῶιν [[τάδε]] [[πάντα]] πυθοίατο μαρναμένοιιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[μάρναμαι]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>mr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mer</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]], [[συλλαμβάνω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>mrnati</i> «[[συντρίβω]], [[αφανίζω]]» και, ως [[προς]] τη σημ., αρμ. <i>mart</i> «[[πολεμώ]]»). Κατ' αυτήν την [[άποψη]] η αρχική σημ. του [[μάρναμαι]] «[[αρπάζω]], [[συλλαμβάνω]], [[κυριεύω]]» εξελίχθηκε σε «[[μάχομαι]], [[πολεμώ]]». Η [[σύνδεση]] του ρ. με το [[μάρμαρος]] και το [[μαραίνω]] θεωρείται αμφίβολη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm