Anonymous

μενοεικής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "πλεῑστ" to "πλεῖστ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενοεικής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[τροφή]]) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[ευάρεστος]] («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[αρκετός]] («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τάφος]] [[μενοεικής]]» — πλουσιοπάροχο [[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εικής</i> στο οποίο απαντά το θ. του [[ἔοικα]] (<b>βλ.</b> και [[εικόνα]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>εικής</i>].
|mltxt=[[μενοεικής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (συν. για [[τροφή]]) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, [[ικανοποιητικός]], [[ευάρεστος]] («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άφθονος]], [[αρκετός]] («μενοεικέα ὕλην» — άφθονα ξύλα, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τάφος]] [[μενοεικής]]» — πλουσιοπάροχο [[συμπόσιο]] [[προς]] τιμήν ενταφιασθέντος νεκρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μένος]] «[[ορμή]], [[επιθυμία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εικής</i> στο οποίο απαντά το θ. του [[ἔοικα]] (<b>βλ.</b> και [[εικόνα]]) [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>εικής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm