3,274,919
edits
(24) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ( | |mltxt=το (Μ [[μελάνωμα]]) η [[βαφή]] με μαύρο [[χρώμα]], το [[μαύρισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρύπανση]], [[λέρωμα]] με [[μελάνη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>μελανώματα</i><br /><b>ιατρ.</b> γενική [[ονομασία]] που δίνεται σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους οι οποίοι σχηματίζονται από μελανοκύτταρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελανώνω]]. Η λ. ως [[ιατρικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>melanoma</i>)]. | ||
}} | }} |