Anonymous

μητέρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μήτηρ]], η (ΑΜ [[μήτηρ]], Α δωρ. τ. [[μάτηρ]] Μ και [[μητρί]])<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που έχει γεννήσει [[παιδί]], [[μάννα]]<br /><b>2.</b> θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει<br /><b>3.</b> πρώτη [[αρχή]], [[αφορμή]], [[αιτία]] («[[ἀργία]] [[μήτηρ]] πάσης κακίας», γνωμ.)<br /><b>4.</b> [[επίθετο]] της Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και αψύχων, τα οποία θεωρούνταν, [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[παιδιά]] της («γῆ, πάντων [[μήτηρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τόπος]] γέννησης, [[γενέτειρα]], [[πατρίδα]] (α. «ώ [[Ελλάς]], και καλείσαι [[μήτηρ]] ηρώων», Κάλβος<br />β. «μᾱτερ ἐμά...Θήβας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Μεγάλη Μητέρα Θεά» — [[προσωνυμία]] που αποδόθηκε στις περισσότερες γυναικείες θεότητες και [[ιδίως]] σε εκείνες που σχετίζονταν με τη [[γονιμότητα]] και την [[ευφορία]], όπως λ.χ. στην Κυβέλη, τη Ρέα, τη Γαία, την Ίσιδα και τη [[Δήμητρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[χώρα]] ή [[τόπος]] όπου εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] ένα [[αγαθό]] ή μια [[αξία]] και μεταλαμπαδεύθηκε σε άλλες χώρες, [[κοιτίδα]], [[λίκνο]] («Η [[Ελλάδα]] [[είναι]] η [[μητέρα]] της δημοκρατίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μητέρα]]-θεά»<br /><b>αρχαιολ.</b> όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα ποικίλα ειδώλια της προϊστορικής εποχής<br />β) «[[μητέρα]] [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[γλώσσα]] από την οποία προέκυψε μία [[άλλη]] («η Λατινική [[είναι]] η [[μητέρα]] [[γλώσσα]] της Ιταλικής, Ισπανικής, Γαλλικής και Ρουμανικής»)<br />γ) «[[μήτηρ]] όνυχος»<br /><b>ανατ.</b> ο [[μηνίσκος]]<br />δ) «[[μητέρα]] οικογένειας»<br />i) η [[οικοδέσποινα]]<br />ii) η [[γυναίκα]] η οποία έχει [[πολλά]] [[παιδιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] το οποίο περιβάλλει με [[στοργή]] κάποιο [[άλλο]] και γενικά [[καθένας]] που φροντίζει για [[κάτι]] και επιδεικνύει γι' αυτό [[στοργή]] όμοια [[προς]] [[εκείνη]] που επιδεικνύει μια [[μητέρα]] για τα [[παιδιά]] της (α. «ο [[επιλοχίας]] [[είναι]] η [[μητέρα]] του λόχου» β. «η Εκκλησία [[είναι]] η [[μητέρα]] τών πιστών» γ. «τών ναυτών στο [[πέλαγος]] [[είναι]] η [[Παναγία]] [[πάντα]] [[μητέρα]]», Διακρούσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μήτηρ]] Θεού» — όνομα που δόθηκε από την Εκκλησία στην [[Παναγία]] ως Θεοτόκο και [[μητέρα]] του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα τών ανθρώπων Ιησού Χριστού<br />β) «[[μήτηρ]] τών Εκκλησιών»<br />i) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ιδρύει και ανακηρύσσει αυτοκέφαλες Εκκλησίες<br />ii) (στην [[υμνολογία]]) η Εκκλησία τών Ιεροσολύμων<br />γ) «πρώτη [[μητέρα]] ή [[μητέρα]] όλων τών ανθρώπων» — η Εύα<br />δ) «[[βασίλισσα]] [[μητέρα]]»<br />i) η [[μάννα]] του βασιλιά, η [[βασιλομήτωρ]]<br />ii) η [[Παναγία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ κοιλίας μητρός» — από την [[αρχή]], από την πρώτη [[στιγμή]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο προέρχεται [[κάτι]], ο [[γενεσιουργός]] («πολιτειῶν μητέρες δύο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[νύχτα]], ως [[μητέρα]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πόλη]] ή [[χώρα]] στην οποία βρίσκεται [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («Ἴτωνά τε, [[μητέρα]] μήλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μητέραι</i><br />η [[μάννα]] και η [[γιαγιά]]<br /><b>5.</b> λεγόταν ως [[τύπος]] προσφώνησης και ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] («ὦ μῆτερ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ [ή ἐκ] ματρός» — εκ γενετής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μή</i>-<i>τηρ</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>m</i><i>ā</i><i>ter</i>- «[[μητέρα]]» και εμφανίζεται σε όλες τις ΙΕ γλώσσες [[εκτός]] της χεττιτ. (χεττιτ. («[[μητέρα]]» = <i>annaš</i>), <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>ter</i>, αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρχ. περσ. και αβεστ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρμ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρχ. περσ. και αβεστ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρμ. <i>mayr</i>, αρχ. σλαβ. <i>mati</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>muoter</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mathir</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>mother</i>, γαλλ. <i>mere</i>, γερμ. <i>Μuter</i>). Το [[θέμα]] <i>μᾶ</i>- του τ. ανάγεται πιθ. σε υποκοριστικό και εκφραστικό ΙΕ τ. <i>m</i><i>ā</i>- «[[είδος]] μωρουδίστικου ψευδίσματος για τη [[μητέρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μᾶ</i> (V), αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i> «[[μητέρα]]») με [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πα</i>-<i>τήρ</i>). Η λ. [[μήτηρ]] είχε και θρησκευτική σημ. Η λ. [[μήτηρ]] μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (<b>[[πρβλ]].</b> μυκην. <i>mate</i> [[καθώς]] και το [[τοπωνύμιο]] <i>matoropuro</i>). Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μήτωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>μητρο</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>πατρο</i>-<i>μήτωρ</i>) και ως α' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια <i>Μητρόδωρος</i>, <i>Μητρῶναξ</i>, στα υποκορ. <i>Μητρᾶς</i>, <i>Μητρίχη</i> και ως β' συνθετικό στο [[Δημήτηρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μήτρα]], <i>μητρ</i>(<i>υ</i>)<i>ά</i>, [[μητρικός]], [[μητρόθεν]], [[μητρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μήτειρα]], [[μητράζω]], [[μητράριον]], [[μητριάζω]], [[μητρίζω]], [[μητρίς]], [[μήτρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μητραγύρτης]], [[μητράδελφος]], [[μητραλοίας]], [[μητροκτόνος]], [[μητροκωμία]], [[μητρόλεθρος]], [[μητρόπολη]], [[μητροφόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μητροδίδακτος]], <i>μητροδόκος</i>, [[μητροκασιγνήτη]], [[μητροκοίτης]], [[μητροκολωνεία]], [[μητρολέτης]], [[μητρόληπτος]], [[μητρομάμμη]], [[μητρομήτωρ]], [[μητρομιξία]], [[μητρόξενος]], [[μητροπάτωρ]], [[μητροπόλος]], [[μητρορραίστης]], [[μητρόρριπτος]], [[μητροτύπτης]], [[μητροφθόρος]], [[μητροφόντης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μητρογάμος]], [[μητροείδωλον]], [[μητρόθεος]], [[μητρόμοιος]], [[μητρόνυμφος]], [[μητρόπαις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μητροήθης]], [[μητρόθειος]], [[μητροκομώ]], [[μητροπατρώος]], [[μητροπρεπής]], [[μητρότεκνος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μητροξάδελφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μητράνανδρος]], [[μητριαρχία]], [[μητροκεντρικός]], [[μητροκλινής]], [[μητροκτησία]], [[μητρομανής]], [[μητροτοπικός]]<br />(Β' συνθετικό) α) σε -[[μήτηρ]]: <b>αρχ.</b> [[δυσμήτηρ]], [[φιλομήτηρ]]<br />β) σε <i>μήτωρ</i>: [[αμήτωρ]], [[θεομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιμήτωρ</i>, [[αυτομήτωρ]], [[διμήτωρ]], [[διομήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[ετερομήτωρ]], [[κακομήτωρ]], <i>κυνομήτωρ</i>, [[λιπομήτωρ]], [[μητρομήτωρ]], [[μονομήτωρ]], [[μουσομήτωρ]], [[οινομήτωρ]], [[ομομήτωρ]], [[παμμήτωρ]], [[πατρομήτωρ]], [[πολυμήτωρ]], [[προμήτωρ]], [[σιδηρομήτωρ]], [[σταχυμήτωρ]], [[ταχυμήτωρ]], [[φιλομήτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλομήτωρ]]].
|mltxt=και [[μήτηρ]], η (ΑΜ [[μήτηρ]], Α δωρ. τ. [[μάτηρ]] Μ και [[μητρί]])<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που έχει γεννήσει [[παιδί]], [[μάννα]]<br /><b>2.</b> θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει<br /><b>3.</b> πρώτη [[αρχή]], [[αφορμή]], [[αιτία]] («[[ἀργία]] [[μήτηρ]] πάσης κακίας», γνωμ.)<br /><b>4.</b> [[επίθετο]] της Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και αψύχων, τα οποία θεωρούνταν, [[κατά]] κάποιον τρόπο, [[παιδιά]] της («γῆ, πάντων [[μήτηρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τόπος]] γέννησης, [[γενέτειρα]], [[πατρίδα]] (α. «ώ [[Ελλάς]], και καλείσαι [[μήτηρ]] ηρώων», Κάλβος<br />β. «μᾱτερ ἐμά...Θήβας», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «Μεγάλη Μητέρα Θεά» — [[προσωνυμία]] που αποδόθηκε στις περισσότερες γυναικείες θεότητες και [[ιδίως]] σε εκείνες που σχετίζονταν με τη [[γονιμότητα]] και την [[ευφορία]], όπως λ.χ. στην Κυβέλη, τη Ρέα, τη Γαία, την Ίσιδα και τη [[Δήμητρα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[χώρα]] ή [[τόπος]] όπου εμφανίστηκε για πρώτη [[φορά]] ένα [[αγαθό]] ή μια [[αξία]] και μεταλαμπαδεύθηκε σε άλλες χώρες, [[κοιτίδα]], [[λίκνο]] («Η [[Ελλάδα]] [[είναι]] η [[μητέρα]] της δημοκρατίας»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μητέρα]]-θεά»<br /><b>αρχαιολ.</b> όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα ποικίλα ειδώλια της προϊστορικής εποχής<br />β) «[[μητέρα]] [[γλώσσα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> η [[γλώσσα]] από την οποία προέκυψε μία [[άλλη]] («η Λατινική [[είναι]] η [[μητέρα]] [[γλώσσα]] της Ιταλικής, Ισπανικής, Γαλλικής και Ρουμανικής»)<br />γ) «[[μήτηρ]] όνυχος»<br /><b>ανατ.</b> ο [[μηνίσκος]]<br />δ) «[[μητέρα]] οικογένειας»<br />i) η [[οικοδέσποινα]]<br />ii) η [[γυναίκα]] η οποία έχει [[πολλά]] [[παιδιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πρόσωπο]] το οποίο περιβάλλει με [[στοργή]] κάποιο [[άλλο]] και γενικά [[καθένας]] που φροντίζει για [[κάτι]] και επιδεικνύει γι' αυτό [[στοργή]] όμοια [[προς]] [[εκείνη]] που επιδεικνύει μια [[μητέρα]] για τα [[παιδιά]] της (α. «ο [[επιλοχίας]] [[είναι]] η [[μητέρα]] του λόχου» β. «η Εκκλησία [[είναι]] η [[μητέρα]] τών πιστών» γ. «τών ναυτών στο [[πέλαγος]] [[είναι]] η [[Παναγία]] [[πάντα]] [[μητέρα]]», Διακρούσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μήτηρ]] Θεού» — όνομα που δόθηκε από την Εκκλησία στην [[Παναγία]] ως Θεοτόκο και [[μητέρα]] του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα τών ανθρώπων Ιησού Χριστού<br />β) «[[μήτηρ]] τών Εκκλησιών»<br />i) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ιδρύει και ανακηρύσσει αυτοκέφαλες Εκκλησίες<br />ii) (στην [[υμνολογία]]) η Εκκλησία τών Ιεροσολύμων<br />γ) «πρώτη [[μητέρα]] ή [[μητέρα]] όλων τών ανθρώπων» — η Εύα<br />δ) «[[βασίλισσα]] [[μητέρα]]»<br />i) η [[μάννα]] του βασιλιά, η [[βασιλομήτωρ]]<br />ii) η [[Παναγία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ κοιλίας μητρός» — από την [[αρχή]], από την πρώτη [[στιγμή]] της ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός από τον οποίο προέρχεται [[κάτι]], ο [[γενεσιουργός]] («πολιτειῶν μητέρες δύο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[νύχτα]], ως [[μητέρα]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πόλη]] ή [[χώρα]] στην οποία βρίσκεται [[κάτι]] σε [[αφθονία]] («Ἴτωνά τε, [[μητέρα]] μήλων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ μητέραι</i><br />η [[μάννα]] και η [[γιαγιά]]<br /><b>5.</b> λεγόταν ως [[τύπος]] προσφώνησης και ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]] («ὦ μῆτερ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ [ή ἐκ] ματρός» — εκ γενετής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μή</i>-<i>τηρ</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>m</i><i>ā</i><i>ter</i>- «[[μητέρα]]» και εμφανίζεται σε όλες τις ΙΕ γλώσσες [[εκτός]] της χεττιτ. (χεττιτ. («[[μητέρα]]» = <i>annaš</i>), [[πρβλ]]. λατ. <i>m</i><i>ā</i><i>ter</i>, αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρχ. περσ. και αβεστ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρμ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρχ. περσ. και αβεστ. <i>m</i><i>ā</i><i>tar</i>-, αρμ. <i>mayr</i>, αρχ. σλαβ. <i>mati</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>muoter</i>, αρχ. ιρλδ. <i>mathir</i> ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>mother</i>, γαλλ. <i>mere</i>, γερμ. <i>Μuter</i>). Το [[θέμα]] <i>μᾶ</i>- του τ. ανάγεται πιθ. σε υποκοριστικό και εκφραστικό ΙΕ τ. <i>m</i><i>ā</i>- «[[είδος]] μωρουδίστικου ψευδίσματος για τη [[μητέρα]]» ([[πρβλ]]. <i>μᾶ</i> (V), αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i> «[[μητέρα]]») με [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. <i>πα</i>-<i>τήρ</i>). Η λ. [[μήτηρ]] είχε και θρησκευτική σημ. Η λ. [[μήτηρ]] μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή ([[πρβλ]]. μυκην. <i>mate</i> [[καθώς]] και το [[τοπωνύμιο]] <i>matoropuro</i>). Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>μήτωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>μητρο</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>πατρο</i>-<i>μήτωρ</i>) και ως α' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια <i>Μητρόδωρος</i>, <i>Μητρῶναξ</i>, στα υποκορ. <i>Μητρᾶς</i>, <i>Μητρίχη</i> και ως β' συνθετικό στο [[Δημήτηρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μήτρα]], <i>μητρ</i>(<i>υ</i>)<i>ά</i>, [[μητρικός]], [[μητρόθεν]], [[μητρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μήτειρα]], [[μητράζω]], [[μητράριον]], [[μητριάζω]], [[μητρίζω]], [[μητρίς]], [[μήτρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[μητραγύρτης]], [[μητράδελφος]], [[μητραλοίας]], [[μητροκτόνος]], [[μητροκωμία]], [[μητρόλεθρος]], [[μητρόπολη]], [[μητροφόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μητροδίδακτος]], <i>μητροδόκος</i>, [[μητροκασιγνήτη]], [[μητροκοίτης]], [[μητροκολωνεία]], [[μητρολέτης]], [[μητρόληπτος]], [[μητρομάμμη]], [[μητρομήτωρ]], [[μητρομιξία]], [[μητρόξενος]], [[μητροπάτωρ]], [[μητροπόλος]], [[μητρορραίστης]], [[μητρόρριπτος]], [[μητροτύπτης]], [[μητροφθόρος]], [[μητροφόντης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[μητρογάμος]], [[μητροείδωλον]], [[μητρόθεος]], [[μητρόμοιος]], [[μητρόνυμφος]], [[μητρόπαις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μητροήθης]], [[μητρόθειος]], [[μητροκομώ]], [[μητροπατρώος]], [[μητροπρεπής]], [[μητρότεκνος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μητροξάδελφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μητράνανδρος]], [[μητριαρχία]], [[μητροκεντρικός]], [[μητροκλινής]], [[μητροκτησία]], [[μητρομανής]], [[μητροτοπικός]]<br />(Β' συνθετικό) α) σε -[[μήτηρ]]: <b>αρχ.</b> [[δυσμήτηρ]], [[φιλομήτηρ]]<br />β) σε <i>μήτωρ</i>: [[αμήτωρ]], [[θεομήτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιμήτωρ</i>, [[αυτομήτωρ]], [[διμήτωρ]], [[διομήτωρ]], [[δυσμήτωρ]], [[ετερομήτωρ]], [[κακομήτωρ]], <i>κυνομήτωρ</i>, [[λιπομήτωρ]], [[μητρομήτωρ]], [[μονομήτωρ]], [[μουσομήτωρ]], [[οινομήτωρ]], [[ομομήτωρ]], [[παμμήτωρ]], [[πατρομήτωρ]], [[πολυμήτωρ]], [[προμήτωρ]], [[σιδηρομήτωρ]], [[σταχυμήτωρ]], [[ταχυμήτωρ]], [[φιλομήτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλομήτωρ]]].
}}
}}