Anonymous

μολοβρός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μολοβρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για επαίτη) αυτός που σπεύδει [[προς]] τη [[βορά]], [[ακόρεστος]] στην [[τροφή]], [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μολοβρός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> αυτός που [[μόλις]] αυξάνεται, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]] («μολοβρὴ [[ῥίζα]]» ή «μολοβρὴ [[κεφαλή]]» — η [[ρίζα]], ή [[κεφαλή]] φυτού που [[μόλις]] αναπτύσσεται, [[μόλις]] προβάλλει από το [[έδαφος]], <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως [[παρωνύμιο]] σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], [[μολύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄβρια]], [[ὀβρίκαλα]] «[[βλαστάρι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[μολεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[βορά]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή [[είναι]] η [[άποψη]] ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῦ [[μολεῖν]] καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>morogoro</i> ως ανθρωπωνύμιο].
|mltxt=[[μολοβρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για επαίτη) αυτός που σπεύδει [[προς]] τη [[βορά]], [[ακόρεστος]] στην [[τροφή]], [[γαστρίμαργος]], [[λαίμαργος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[μολοβρός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> αυτός που [[μόλις]] αυξάνεται, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]] («μολοβρὴ [[ῥίζα]]» ή «μολοβρὴ [[κεφαλή]]» — η [[ρίζα]], ή [[κεφαλή]] φυτού που [[μόλις]] αναπτύσσεται, [[μόλις]] προβάλλει από το [[έδαφος]], <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για την ονομ. ενός ζώου που έχει αποδοθεί ως [[παρωνύμιο]] σε έναν επαίτη. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], [[μολύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[ὄβρια]], [[ὀβρίκαλα]] «[[βλαστάρι]]» ([[πρβλ]]. [[μολεύω]]) <span style="color: red;">+</span> [[βορά]], [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «το ζώο που τρώει τρυφερούς βλαστούς». Λιγότερο πιθανή [[είναι]] η [[άποψη]] ότι προέρχεται από τη φρ. «ἀπὸ τοῦ [[μολεῖν]] καὶ παραγίνεσθαι πρὸς βορὰν καὶ τροφήν». Ο τ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>morogoro</i> ως ανθρωπωνύμιο].
}}
}}
{{lsm
{{lsm