3,277,050
edits
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. <i>παυσ</i>-<i>τήριος</i>)]. | ||
}} | }} |