Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μονοφυής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοφυής]], -ές, ιων. μουνοφυής)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει βλαστό [[χωρίς]] κλαδιά και με ένα [[άνθος]] μόνο στην [[κορυφή]], όπως π.χ. η [[παπαρούνα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μία [[φύση]], μία [[μορφή]] ή μία [[καταγωγή]] («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δέντρα) αυτός που έχει μία [[ρίζα]] ή έναν βλαστό, [[μονόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[τεμάχιο]], [[μονοκόμματος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[σπλάγχνα]]) [[ένας]] και μόνο, [[μοναδικός]] («τὰ μὲν μονοφυῆ [[καθάπερ]] [[καρδία]] καὶ [[πλεύμων]], τὰ δὲ διφυῆ [[καθάπερ]] νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) αυτός που έχει μία [[κορυφή]], μονοκόρυφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[μονοφυής]], -ές, ιων. μουνοφυής)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φυτά) αυτός που έχει βλαστό [[χωρίς]] κλαδιά και με ένα [[άνθος]] μόνο στην [[κορυφή]], όπως π.χ. η [[παπαρούνα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει μία [[φύση]], μία [[μορφή]] ή μία [[καταγωγή]] («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δέντρα) αυτός που έχει μία [[ρίζα]] ή έναν βλαστό, [[μονόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από ένα μόνο [[τεμάχιο]], [[μονοκόμματος]]<br /><b>3.</b> (για τα [[σπλάγχνα]]) [[ένας]] και μόνο, [[μοναδικός]] («τὰ μὲν μονοφυῆ [[καθάπερ]] [[καρδία]] καὶ [[πλεύμων]], τὰ δὲ διφυῆ [[καθάπερ]] νεφροί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) αυτός που έχει μία [[κορυφή]], μονοκόρυφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm