Anonymous

μνημόσυνο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μνημόσυνον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το [[έργο]] προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό [[μνημόσυνο]]»<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τελετή]] η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον θάνατο κάποιου [[υπέρ]] αναπαύσεως της ψυχής του («ξεχωριστή θα στήσωμε για σέ [[γιορτή]] και [[σχόλη]], ξεχωριστό [[μνημόσυνο]] για σέ και [[λειτουργία]]», Κρυστ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> [[μνημόνευση]] αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου με ειδική μεγαλόφωνη [[ευχή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της Θείας Λειτουργίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀνατίθημι]] [[μνημόσυνον]]» — [[δίνω]] [[ευκαιρία]] σε κάποιον να μέ μνημονεύει<br />β) «ἔχω τὸ [[μνημόσυνον]]» — μνημονεύομαι<br /><b>3.</b> [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αναμνηστικό, [[ενθύμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόμνημα]], [[σημείωση]]<br /><b>2.</b> [[ουλή]], [[σημάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνήμων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όσυνο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μνημόσυνος]]). Η λ. με τη σημ. «θρησκευτική [[τελετή]]» [[είναι]] πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[μνημόσυνος]]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μνημόσυνον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συγκέντρωση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το [[έργο]] προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό [[μνημόσυνο]]»<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[τελετή]] η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από τον θάνατο κάποιου [[υπέρ]] αναπαύσεως της ψυχής του («ξεχωριστή θα στήσωμε για σέ [[γιορτή]] και [[σχόλη]], ξεχωριστό [[μνημόσυνο]] για σέ και [[λειτουργία]]», Κρυστ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> [[μνημόνευση]] αυτοκράτορα, πατριάρχη, επισκόπου με ειδική μεγαλόφωνη [[ευχή]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της Θείας Λειτουργίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἀνατίθημι]] [[μνημόσυνον]]» — [[δίνω]] [[ευκαιρία]] σε κάποιον να μέ μνημονεύει<br />β) «ἔχω τὸ [[μνημόσυνον]]» — μνημονεύομαι<br /><b>3.</b> [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αναμνηστικό, [[ενθύμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόμνημα]], [[σημείωση]]<br /><b>2.</b> [[ουλή]], [[σημάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνήμων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όσυνο</i> ([[πρβλ]]. [[μνημόσυνος]]). Η λ. με τη σημ. «θρησκευτική [[τελετή]]» [[είναι]] πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[μνημόσυνος]]].
}}
}}