Anonymous

μορόεις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με πολύ κόπο και [[τέχνη]] («τρίγληνα μορόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορόεις]] στη φρ. <i>ἕρματα τρίγληνα μορόεντα</i> (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με [[τρία]] πετράδια που μοιάζουν με [[μούρα]]», [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[μόρον]] «[[μούρο]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. παράγεται από [[μόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. του <i>τείχη</i> «όπλα»].
|mltxt=[[μορόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος με πολύ κόπο και [[τέχνη]] («τρίγληνα μορόεντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μορόεις]] στη φρ. <i>ἕρματα τρίγληνα μορόεντα</i> (Ιλ. Ξ 183 και Οδ. σ. 298) ερμηνεύθηκε ως «σκουλαρίκια με [[τρία]] πετράδια που μοιάζουν με [[μούρα]]», [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το [[μόρον]] «[[μούρο]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. παράγεται από [[μόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> ([[πρβλ]]. <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>) και ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κατασκευάστηκε με κόπο». Η λ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αλεξανδρινούς και ως επιθ. του <i>τείχη</i> «όπλα»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm