3,273,762
edits
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>στομος</i><br />η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monostomous</i>]. | ||
}} | }} |