Anonymous

μονόστομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>στομος</i><br />η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>monostomous</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόστομος]], -ον)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[στόμα]] ή ένα μόνο [[άνοιγμα]], μία μόνο οπή<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονόστομα</i><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, της οικογένειας τών μονοστομιδών, που [[είναι]] παράσιτα τών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μία μόνο [[κόψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μονο</i>-<i>στόματος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>δί</i>-<i>στομος</i><br />η λ., με τη νεοελλ. σημ. ως όρος της ζωολογίας, [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monostomous</i>].
}}
}}