3,273,773
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] ( | |mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] ([[πρβλ]]. [[γέρας]]). Κατά μία [[άποψη]], το ουδ. [[ψέφας]], όπως και τα συνώνυμα [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i>- «[[σκοτεινός]]» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |