Anonymous

ψιθυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ψιθυρίσδω]] Α<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] χαμηλόφωνα, [[μουρμουρίζω]] (α. «του ψιθύρισε [[κάτι]] στο [[αφτί]] και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ηχώ μονότονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω χαμηλόφωνα [[κάτι]] που δεν [[τολμώ]] να πω [[φωναχτά]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συκοφαντώ]] («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ψιθ</i>-<i>υρ</i>-<i>ίζω</i> έχει προέλθει, [[κατά]] μία [[άποψη]], από αμάρτυρο <i>ψυθ</i>-<i>υρ</i>-<i>ίζω</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-. Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]], το αρχικό θ. <i>ψυθ</i>- του ρ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pse</i>-<i>u</i>-<i>d</i>- / <i>bhseu</i><br />«[[φυσώ]], [[σφυρίζω]]», από όπου «[[βγάζω]] ήχους [[χωρίς]] [[σημασία]]», με οδοντική [[δασεία]] και [[παρέκταση]] -<i>θ</i>-, και συνδέεται με το ρ. [[ψεύδομαι]] και το ουσ. [[ψύθος]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τους τ. <i>ψεδ</i>-<i>ών</i>, <i>ψεδ</i>-<i>υρός</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο [[φωνηεντισμός]] και ο [[σχηματισμός]] του ρ. παραπέμπουν στη [[μορφή]] τών συνώνυμων ρ. [[μινυρίζω]], [[τινθυρίζω]], [[τιττυβίζω]], [[οπότε]] δεν αποκλείεται και ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[ψιθυρίζω]] να ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] αναλογική [[προς]] τα ρ. αυτά (<b>[[πρβλ]].</b> και το ρ. [[ψίζομαι]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ψιθυρίσδω]] Α<br /><b>1.</b> [[μιλώ]] χαμηλόφωνα, [[μουρμουρίζω]] (α. «του ψιθύρισε [[κάτι]] στο [[αφτί]] και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ηχώ μονότονα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω χαμηλόφωνα [[κάτι]] που δεν [[τολμώ]] να πω [[φωναχτά]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συκοφαντώ]] («ψιθυρίζειν και διαβάλλειν», Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ψιθ</i>-<i>υρ</i>-<i>ίζω</i> έχει προέλθει, [[κατά]] μία [[άποψη]], από αμάρτυρο <i>ψυθ</i>-<i>υρ</i>-<i>ίζω</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του πρώτου -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-. Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]], το αρχικό θ. <i>ψυθ</i>- του ρ. ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pse</i>-<i>u</i>-<i>d</i>- / <i>bhseu</i><br />«[[φυσώ]], [[σφυρίζω]]», από όπου «[[βγάζω]] ήχους [[χωρίς]] [[σημασία]]», με οδοντική [[δασεία]] και [[παρέκταση]] -<i>θ</i>-, και συνδέεται με το ρ. [[ψεύδομαι]] και το ουσ. [[ψύθος]] ([[πρβλ]]. και τους τ. <i>ψεδ</i>-<i>ών</i>, <i>ψεδ</i>-<i>υρός</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο [[φωνηεντισμός]] και ο [[σχηματισμός]] του ρ. παραπέμπουν στη [[μορφή]] τών συνώνυμων ρ. [[μινυρίζω]], [[τινθυρίζω]], [[τιττυβίζω]], [[οπότε]] δεν αποκλείεται και ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[ψιθυρίζω]] να ανάγεται σε [[ονοματοποιία]] αναλογική [[προς]] τα ρ. αυτά ([[πρβλ]]. και το ρ. [[ψίζομαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm