3,253,641
edits
m (Text replacement - "prov." to "prov.") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψίεθος]] και ως αρσ. [[ψίαθος]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[ψάθα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[χαμεύνη]] και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]»<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειος [[τεχνικός]] όρος, | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψίεθος]] και ως αρσ. [[ψίαθος]], ὁ, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[ψάθα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[χαμεύνη]] και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]»<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειος [[τεχνικός]] όρος, [[πρβλ]]. τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: [[γύργαθος]], [[κάλαθος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |