3,274,827
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. [[ψεύδω]] Α<br /><b>1.</b> [[παραποιώ]] την [[αλήθεια]], [[αναφέρω]] ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «[[πάντοτε]] την αλήθειαν ομιλούντες [[πλην]] [[χωρίς]] [[μίσος]] για τους ψευδομένους», Καβάφ.<br />β. «καὶ πίστευσον, οὐ [[ψεύδομαι]], [[μεγάλως]] [[ἀληθεύω]]», Πρόδρ.<br />γ. «οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογικά επιχειρήματα ή συλλογισμούς) [[είμαι]] [[ψευδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]] κάποιον λέγοντας ψέματα (α. «[[εἴπερ]] μὴ θεοὶ ψεύσουσί με», <b>Σοφ.</b><br />β. «ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) [[ψεύδω]]<br />α) (με αιτ. και γεν.) [[διαψεύδω]] τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κάποιου, τον [[απογοητεύω]] (α. «ἔψευσας φρενῶν Πέρσας», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔψευσάς με ἐλπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (με αιτ. πράγμ.) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως ψευδές («ψεύδοντες οὐδὲν [[σῆμα]] τῶν προκειμένων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[ψεύδομαι]]<br />α) (με απρμφ.) [[προσποιούμαι]] ή [[προφασίζομαι]] ότι...<br />β) [[είμαι]] [[επίορκος]] ή [[ψευδομάρτυς]]<br />γ) [[παραβαίνω]] ή [[αθετώ]] («ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) (για [[πληροφορία]] ή ισχυρισμό) [[είμαι]] [[ψευδής]] ή [[παραπλανητικός]] («ἡ [[τρίτη]] τῶν ὁδῶν [[μάλιστα]] ἔψευσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) απατώμαι σχετικά με [[κάτι]] ή διαψεύδομαι ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[ψεύδομαι]] τῶν σκοπῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψεύδομαι]] [[περί]] τινος» — λέω ψέματα για κάποιο [[θέμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[ψεύδομαι]] [[κατά]] τινος» — λέω ψέματα εις [[βάρος]] κάποιου <b>(Λυσ.)</b><br />γ) «[[ψεύδομαι]] [[πρός]] τινα» — λέω ψέματα σε κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «ἡ ψευσθεῑσα [[ὑπόσχεσις]]<br />[[υπόσχεση]] που δεν τηρήθηκε (<b>Θουκ.</b>)<br />ε) «ὁ [[ψευδόμενος]] ([[λόγος]])» — περίφημο [[σόφισμα]], που επινοήθηκε από τον Ευβουλίδη, μαθητή του Ευκλείδου του Μεγαρέως, και σύμφωνα με το οποίο [[εκείνος]] που ομολογεί ότι ψεύδεται λέει και [[αλήθεια]] και ψέματα <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ψεύδω]], -<i>ομαι</i>, όπως και το σιγμόληκτο ουδ. [[ψεῦδος]], ανάγονται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>pse</i>-<i>u</i>-<i>d</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>pe</i>-<i>u</i>-<i>dh</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bhe</i>-<i>u</i>-<i>d</i><sup>h</sup>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- / <i>bhseu</i>- «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]]» ( | |mltxt=ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. [[ψεύδω]] Α<br /><b>1.</b> [[παραποιώ]] την [[αλήθεια]], [[αναφέρω]] ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «[[πάντοτε]] την αλήθειαν ομιλούντες [[πλην]] [[χωρίς]] [[μίσος]] για τους ψευδομένους», Καβάφ.<br />β. «καὶ πίστευσον, οὐ [[ψεύδομαι]], [[μεγάλως]] [[ἀληθεύω]]», Πρόδρ.<br />γ. «οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογικά επιχειρήματα ή συλλογισμούς) [[είμαι]] [[ψευδής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[εξαπατώ]] κάποιον λέγοντας ψέματα (α. «[[εἴπερ]] μὴ θεοὶ ψεύσουσί με», <b>Σοφ.</b><br />β. «ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ.) [[ψεύδω]]<br />α) (με αιτ. και γεν.) [[διαψεύδω]] τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κάποιου, τον [[απογοητεύω]] (α. «ἔψευσας φρενῶν Πέρσας», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔψευσάς με ἐλπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (με αιτ. πράγμ.) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] ως ψευδές («ψεύδοντες οὐδὲν [[σῆμα]] τῶν προκειμένων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μέσ.) [[ψεύδομαι]]<br />α) (με απρμφ.) [[προσποιούμαι]] ή [[προφασίζομαι]] ότι...<br />β) [[είμαι]] [[επίορκος]] ή [[ψευδομάρτυς]]<br />γ) [[παραβαίνω]] ή [[αθετώ]] («ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />δ) (για [[πληροφορία]] ή ισχυρισμό) [[είμαι]] [[ψευδής]] ή [[παραπλανητικός]] («ἡ [[τρίτη]] τῶν ὁδῶν [[μάλιστα]] ἔψευσται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) απατώμαι σχετικά με [[κάτι]] ή διαψεύδομαι ως [[προς]] [[κάτι]] (α. «ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως», <b>Θουκ.</b><br />β. «[[ψεύδομαι]] τῶν σκοπῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψεύδομαι]] [[περί]] τινος» — λέω ψέματα για κάποιο [[θέμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[ψεύδομαι]] [[κατά]] τινος» — λέω ψέματα εις [[βάρος]] κάποιου <b>(Λυσ.)</b><br />γ) «[[ψεύδομαι]] [[πρός]] τινα» — λέω ψέματα σε κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «ἡ ψευσθεῑσα [[ὑπόσχεσις]]<br />[[υπόσχεση]] που δεν τηρήθηκε (<b>Θουκ.</b>)<br />ε) «ὁ [[ψευδόμενος]] ([[λόγος]])» — περίφημο [[σόφισμα]], που επινοήθηκε από τον Ευβουλίδη, μαθητή του Ευκλείδου του Μεγαρέως, και σύμφωνα με το οποίο [[εκείνος]] που ομολογεί ότι ψεύδεται λέει και [[αλήθεια]] και ψέματα <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ψεύδω]], -<i>ομαι</i>, όπως και το σιγμόληκτο ουδ. [[ψεῦδος]], ανάγονται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], σε [[ρίζα]] <i>pse</i>-<i>u</i>-<i>d</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>pe</i>-<i>u</i>-<i>dh</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bhe</i>-<i>u</i>-<i>d</i><sup>h</sup>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας <i>bhes</i>- / <i>bhseu</i>- «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>bhastr</i><i>ā</i>- «[[φυσητήρας]]»). Εντύπωση, [[ωστόσο]], προκαλεί η [[χρήση]] ρίζας με σημ. «[[φυσώ]], [[φουσκώνω]]», προκειμένου να δηλωθεί η [[έννοια]] του ψέματος, της απάτης. Ο [[συγκερασμός]] τών δύο εννοιών [[πρέπει]] να βασίζεται —αν γίνει [[δεκτή]] η [[άποψη]]— σε μεταφορική [[χρήση]] της αρχικής σημ. της ρίζας: «[[φυσώ]]» > «[[βγάζω]] ήχους [[χωρίς]] [[νόημα]], [[σφυρίζω]]» > «[[εξαπατώ]]» ([[πρβλ]]. την ομηρ. φρ. <i>ἀνεμώλια βάζειν</i> «το να φλυαρεί [[κανείς]] [[μάταια]], να μιλάει στον αέρα»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |