Anonymous

ψωμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μπουκιά]] ψωμιού<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) μικρή [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μπουκιά]] φαγητού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άρτος]], [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i> του <i>ψήω</i>. / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με έρρινο [[επίθημα]] -<i>μός</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[μπουκιά]] ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο (<b>[[πρβλ]].</b> [[ψωμί]])].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[μπουκιά]] ψωμιού<br /><b>2.</b> (κατ επέκτ.) μικρή [[ποσότητα]] ενός πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μπουκιά]] φαγητού<br /><b>2.</b> (γενικά) [[άρτος]], [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i> του <i>ψήω</i>. / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με έρρινο [[επίθημα]] -<i>μός</i>. Η λ. με αρχική σημ. «[[μπουκιά]] ψωμιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άρτο ([[πρβλ]]. [[ψωμί]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm