3,274,919
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκράτεια]])<br />[[αδυναμία]] αυτοσυγκράτησης, [[έλλειψη]] αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ακράτεια]] γλώσσας», [[πολυλογία]], [[αθυροστομία]]. <b>Ιατρ.</b> (αγγλ. και γαλλ. <i>incontinence</i>). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη [[αδυναμία]] εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: [[ακράτεια]] ούρων (<b>βλ.</b> [[ούρηση]]), [[ακράτεια]] κοπράνων (<b>βλ.</b> [[αφόδευση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρατής]]<br />ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], | |mltxt=η (Α [[ἀκράτεια]])<br />[[αδυναμία]] αυτοσυγκράτησης, [[έλλειψη]] αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ακράτεια]] γλώσσας», [[πολυλογία]], [[αθυροστομία]]. <b>Ιατρ.</b> (αγγλ. και γαλλ. <i>incontinence</i>). Συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη [[αδυναμία]] εκούσιας συγκράτησης των απεκκρίσεων: [[ακράτεια]] ούρων (<b>βλ.</b> [[ούρηση]]), [[ακράτεια]] κοπράνων (<b>βλ.</b> [[αφόδευση]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκρατής]]<br />ο όρος πέρασε και στην ξεν. επιστημον. [[ορολογία]], [[πρβλ]]. νεολατιν. <i>acratia</i>, απ' όπου και η [[σημασία]] του νεώτερου ιατρ. όρου της Ελληνικής]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |