Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόκοτος]], -ον)<br />ο [[ασυνήθιστος]] στη [[μορφή]] ή τη [[φύση]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]», παράδοξη, ασυνήθιστη [[λέξη]]<br />«ἀλλόκοτον [[πράγμα]]», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό [[πράγμα]], φοβερή [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]», με εξασθενημένη τη [[σημασία]] του β' συνθετικού <b>[[πρβλ]].</b> και τον τ. <i>νεό</i>-<i>κοτος</i> «[[ασυνήθιστος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοκοτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοκοτιά]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλλόκοτος]], -ον)<br />ο [[ασυνήθιστος]] στη [[μορφή]] ή τη [[φύση]], [[παράδοξος]], [[τερατώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλλόκοτον [[ὄνομα]]», παράδοξη, ασυνήθιστη [[λέξη]]<br />«ἀλλόκοτον [[πράγμα]]», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό [[πράγμα]], φοβερή [[υπόθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]], [[μίσος]]», με εξασθενημένη τη [[σημασία]] του β' συνθετικού [[πρβλ]]. και τον τ. <i>νεό</i>-<i>κοτος</i> «[[ασυνήθιστος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλλοκοτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλλοκοτιά]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm