Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιπαθής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀντιπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[αντιπάθεια]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανταποδίδει [[πάθημα]] με [[πάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί αμοιβαίο [[αίσθημα]] ή [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει αντίθετες διαθέσεις ή ιδιότητες<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντιπαθές</i><br />α) το [[αντιφάρμακο]] για [[πάθημα]]<br />β) [[είδος]] μαύρου κοραλλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έπαθον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ομοιοπαθής]] [[συμπαθής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ές (Α [[ἀντιπαθής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[αντιπάθεια]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανταποδίδει [[πάθημα]] με [[πάθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προξενεί αμοιβαίο [[αίσθημα]] ή [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που έχει αντίθετες διαθέσεις ή ιδιότητες<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀντιπαθές</i><br />α) το [[αντιφάρμακο]] για [[πάθημα]]<br />β) [[είδος]] μαύρου κοραλλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έπαθον</i>, αόρ. β' του [[πάσχω]] ([[πρβλ]]. [[ομοιοπαθής]] [[συμπαθής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm