Anonymous

ἀρήγω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρήγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον σε πόλεμο<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στη [[θεραπεία]] ασθένειας κάποιου<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[γλυτώνω]], κάποιον από κίνδυνο<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἀρήγει</i><br />[[είναι]] καλό, [[πρέπει]], αρμόζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) <i>geruohhen</i>, (αρχ. σαξον. <i>r</i><i>ō</i><i>kjan</i>, (αρχ. νορβηγ.) <i>rokja</i> «[[φροντίζω]]» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της με το <b>λατ.</b> <i>rego</i> «[[ανορθώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ελλ. [[ορέγω]]), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική [[εξέλιξη]] του <i>r</i> [[μέχρι]] την τελική [[σημασία]] «[[φροντίζω]]». Το [[αρήγω]] ανήκει σε παλαιότερη [[οικογένεια]] λέξεων που στον [[αττικό]] πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. [[βοηθέω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρωγή]], [[αρωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρηγών]], [[άρηξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[συναρωγός]], <b>αρχ.</b> [[επαρωγός]], [[προσαρωγός]]].
|mltxt=[[ἀρήγω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθώ]], [[συντρέχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον σε πόλεμο<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στη [[θεραπεία]] ασθένειας κάποιου<br /><b>4.</b> [[εμποδίζω]], [[προλαβαίνω]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[γλυτώνω]], κάποιον από κίνδυνο<br /><b>6.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἀρήγει</i><br />[[είναι]] καλό, [[πρέπει]], αρμόζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τα (αρχ. άνω γερμ.) <i>geruohhen</i>, (αρχ. σαξον. <i>r</i><i>ō</i><i>kjan</i>, (αρχ. νορβηγ.) <i>rokja</i> «[[φροντίζω]]» κ.λπ., ενώ δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της με το <b>λατ.</b> <i>rego</i> «[[ανορθώνω]]» ([[πρβλ]]. ελλ. [[ορέγω]]), η οποία προϋποθέτει σημασιολογική [[εξέλιξη]] του <i>r</i> [[μέχρι]] την τελική [[σημασία]] «[[φροντίζω]]». Το [[αρήγω]] ανήκει σε παλαιότερη [[οικογένεια]] λέξεων που στον [[αττικό]] πεζό λόγο αντικαταστάθηκε από τους τ. του ρ. [[βοηθέω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρωγή]], [[αρωγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρηγών]], [[άρηξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[συναρωγός]], <b>αρχ.</b> [[επαρωγός]], [[προσαρωγός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm