Anonymous

ἀρετή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀρετή]])<br /><b>1.</b> αγαθή [[φύση]], [[εντιμότητα]], [[χρηστότητα]], [[καλοσύνη]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>4.</b> [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> [[διάκριση]], [[δόξα]], [[τίτλος]], [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]]<br /><b>7.</b> εκλεκτή [[ποιότητα]] καταβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] σε [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]], [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>3.</b> [[εκδούλευση]], [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για ζώα ή χώρες) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[τελειότητα]] κατασκευής<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[ευγένεια]] καταγωγής<br />β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες<br />γ) γενναία, [[λαμπρά]] κατορθώματα<br />δ) (για θεούς) θαύματα<br />ε) [[είδος]] πολεμικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί [[μάλλον]] υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ <i>άρος</i> «[[καλός]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]» και φέρει το [[επίθημα]] των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -<i>ta</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τελετή]], [[αήτη]], λατ. <i>iuventa</i>). Δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της λ. με τα <i>αρέσκω</i>, <i>αρέσαι</i> ([[οπότε]] θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από <i>αρε</i> -) ή το [[αραρίσκω]] ([[οπότε]] [[αρετή]] θα σήμαινε «[[συναρμογή]]»). Στον Όμηρο η λ. [[αρετή]] αναφέρεται [[κυρίως]] στους πολεμιστές και δηλώνει την [[ανδρεία]] και την πνευματική - σωματική [[υπεροχή]]<br />η [[αρετή]] αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο [[ομηρικός]] [[ήρωας]]. Αργότερα η [[έννοια]] της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο [[ενδιαφέρον]] στη [[μελέτη]] της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο [[Πλάτων]] ανάγει την [[αρετή]] σε φιλοσοφικό -ηθικό [[σύστημα]], ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν [[τέσσερεις]] κύριες ανθρώπινες αρετές: την [[ανδρεία]], τη [[φρόνηση]], τη [[σωφροσύνη]] και τη [[δικαιοσύνη]]. Στον χριστιανισμό εξάλλου η [[αρετή]] εντάσσεται στο [[πλέγμα]] των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην [[ψυχή]] του ανθρώπου. Πίστη, [[ελπίδα]], [[αγάπη]], [[προσευχή]], [[ταπείνωση]] αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη [[θεολογία]] ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η [[πίστη]], η [[ελπίδα]] και η [[αγάπη]]. Η [[αρετή]] αποτελεί [[επίσης]] θεϊκή [[ιδιότητα]] και εκφράζει τη θεϊκή [[δύναμη]], [[δόξα]] και [[ανωτερότητα]]. Γενικά η [[αρετή]] αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει [[προσόν]], [[πλεονέκτημα]] ή [[ποιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αρετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρεταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αρεταλόγος</i>, [[αρετηφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρετολογία]]<br />(β' συνθετικό) [[ενάρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισάρετος]], [[πανάρετος]], [[παντάρετος]], [[φιλάρετος]]. Απαντούν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια: <i>Αγησάρετος</i>, <i>Αινησάρετος</i>, <i>Αιχμάρετος</i>, <i>Αμομφάρετος</i>, <i>Αμφάρετος</i>, <i>Αναξαρέτα</i>, <i>Αρεταγένης</i>, <i>Αρεταγέτας</i>, <i>Αρετάδας</i>, <i>Αρεταίος</i>, <i>Αρετακλής</i>, <i>Αρετάκριτος</i>, <i>Αρετάνασσα</i>, <i>Αρετάφιλος</i>, <i>Αρετέας</i>, <i>Αρέτης</i>, <i>Αρετοκλής</i>, <i>Άρετος</i>, <i>Αρέττιπος</i>, <i>Αρετώ</i>, <i>Αρέτων</i>, <i>Αρετώνυμος</i>, <i>Αριστάρετος</i>, <i>Αρχαρέτα</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δειναρέτη</i>, <i>Δεξαρέτα</i>, <i>Δημάρετος</i>, <i>Ευάρετος</i>, <i>Εχαρέτα</i>, <i>Ηγησάρετος</i>, <i>Θαυμάρετος</i>, <i>Ιππαρέτη</i>, <i>Καλλισταρέτη</i>, <i>Κλεαρέτας</i>, <i>Κλεάρετος</i>, <i>Κλειναρέτη</i>, <i>Κλειταρέτη</i>, <i>Κριναρέτη</i>, <i>Κτησαρέτη</i>, <i>Κυδαρέτα</i>, <i>Λεαρέτη</i>, <i>Λυσαρέτη</i>, <i>Μνασάρετος</i>, <i>Νεαρέτα</i>, <i>Νικάρετος</i>, <i>Νικησαρέτη</i>, <i>Ξενάρετος</i>, <i>Ξηνήρετος</i>, <i>Ονησαρέτη</i>, <i>Πανάρετος</i>, <i>Πανταρέτη</i>, <i>Πασάρετος</i>, <i>Πεδάρετος</i>, <i>Πεισσάρετος</i>, <i>Σωσαρέτα</i>, <i>Σωτάρετος</i>, <i>Τιμαρέτη</i>, <i>Τιμησαρέτη</i>, <i>Τυχαρέτα</i>, <i>Φαιναρέτη</i>, <i>Φιλαρέτα</i>, <i>Χρυσαρέτα</i>].
|mltxt=η (AM [[ἀρετή]])<br /><b>1.</b> αγαθή [[φύση]], [[εντιμότητα]], [[χρηστότητα]], [[καλοσύνη]] κάποιου<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα<br /><b>3.</b> [[ικανότητα]], [[επιτηδειότητα]]<br /><b>4.</b> [[ανδρεία]], [[γενναιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τον Θεό) [[μεγαλείο]]<br /><b>6.</b> [[διάκριση]], [[δόξα]], [[τίτλος]], [[υπόληψη]], καλή [[φήμη]]<br /><b>7.</b> εκλεκτή [[ποιότητα]] καταβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευημερία]], [[προκοπή]] κάποιου<br /><b>2.</b> [[υπεροχή]] σε [[τέχνη]] ή [[επάγγελμα]], [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>3.</b> [[εκδούλευση]], [[υπηρεσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> (για ζώα ή χώρες) [[ευφορία]], [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]]<br /><b>5.</b> (για πράγματα) [[τελειότητα]] κατασκευής<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[ευγένεια]] καταγωγής<br />β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες<br />γ) γενναία, [[λαμπρά]] κατορθώματα<br />δ) (για θεούς) θαύματα<br />ε) [[είδος]] πολεμικής μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί [[μάλλον]] υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ <i>άρος</i> «[[καλός]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]]» και φέρει το [[επίθημα]] των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -<i>ta</i> ([[πρβλ]]. [[τελετή]], [[αήτη]], λατ. <i>iuventa</i>). Δεν φαίνεται πιθ. η [[σχέση]] της λ. με τα <i>αρέσκω</i>, <i>αρέσαι</i> ([[οπότε]] θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από <i>αρε</i> -) ή το [[αραρίσκω]] ([[οπότε]] [[αρετή]] θα σήμαινε «[[συναρμογή]]»). Στον Όμηρο η λ. [[αρετή]] αναφέρεται [[κυρίως]] στους πολεμιστές και δηλώνει την [[ανδρεία]] και την πνευματική - σωματική [[υπεροχή]]<br />η [[αρετή]] αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο [[ομηρικός]] [[ήρωας]]. Αργότερα η [[έννοια]] της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο [[ενδιαφέρον]] στη [[μελέτη]] της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο [[Πλάτων]] ανάγει την [[αρετή]] σε φιλοσοφικό -ηθικό [[σύστημα]], ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν [[τέσσερεις]] κύριες ανθρώπινες αρετές: την [[ανδρεία]], τη [[φρόνηση]], τη [[σωφροσύνη]] και τη [[δικαιοσύνη]]. Στον χριστιανισμό εξάλλου η [[αρετή]] εντάσσεται στο [[πλέγμα]] των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην [[ψυχή]] του ανθρώπου. Πίστη, [[ελπίδα]], [[αγάπη]], [[προσευχή]], [[ταπείνωση]] αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη [[θεολογία]] ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η [[πίστη]], η [[ελπίδα]] και η [[αγάπη]]. Η [[αρετή]] αποτελεί [[επίσης]] θεϊκή [[ιδιότητα]] και εκφράζει τη θεϊκή [[δύναμη]], [[δόξα]] και [[ανωτερότητα]]. Γενικά η [[αρετή]] αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει [[προσόν]], [[πλεονέκτημα]] ή [[ποιότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[αρετώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρεταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αρεταλόγος</i>, [[αρετηφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρετολογία]]<br />(β' συνθετικό) [[ενάρετος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισάρετος]], [[πανάρετος]], [[παντάρετος]], [[φιλάρετος]]. Απαντούν [[επίσης]] τα ανθρωπωνύμια: <i>Αγησάρετος</i>, <i>Αινησάρετος</i>, <i>Αιχμάρετος</i>, <i>Αμομφάρετος</i>, <i>Αμφάρετος</i>, <i>Αναξαρέτα</i>, <i>Αρεταγένης</i>, <i>Αρεταγέτας</i>, <i>Αρετάδας</i>, <i>Αρεταίος</i>, <i>Αρετακλής</i>, <i>Αρετάκριτος</i>, <i>Αρετάνασσα</i>, <i>Αρετάφιλος</i>, <i>Αρετέας</i>, <i>Αρέτης</i>, <i>Αρετοκλής</i>, <i>Άρετος</i>, <i>Αρέττιπος</i>, <i>Αρετώ</i>, <i>Αρέτων</i>, <i>Αρετώνυμος</i>, <i>Αριστάρετος</i>, <i>Αρχαρέτα</i>, <i>Δαμάρετος</i>, <i>Δειναρέτη</i>, <i>Δεξαρέτα</i>, <i>Δημάρετος</i>, <i>Ευάρετος</i>, <i>Εχαρέτα</i>, <i>Ηγησάρετος</i>, <i>Θαυμάρετος</i>, <i>Ιππαρέτη</i>, <i>Καλλισταρέτη</i>, <i>Κλεαρέτας</i>, <i>Κλεάρετος</i>, <i>Κλειναρέτη</i>, <i>Κλειταρέτη</i>, <i>Κριναρέτη</i>, <i>Κτησαρέτη</i>, <i>Κυδαρέτα</i>, <i>Λεαρέτη</i>, <i>Λυσαρέτη</i>, <i>Μνασάρετος</i>, <i>Νεαρέτα</i>, <i>Νικάρετος</i>, <i>Νικησαρέτη</i>, <i>Ξενάρετος</i>, <i>Ξηνήρετος</i>, <i>Ονησαρέτη</i>, <i>Πανάρετος</i>, <i>Πανταρέτη</i>, <i>Πασάρετος</i>, <i>Πεδάρετος</i>, <i>Πεισσάρετος</i>, <i>Σωσαρέτα</i>, <i>Σωτάρετος</i>, <i>Τιμαρέτη</i>, <i>Τιμησαρέτη</i>, <i>Τυχαρέτα</i>, <i>Φαιναρέτη</i>, <i>Φιλαρέτα</i>, <i>Χρυσαρέτα</i>].
}}
}}
{{ls
{{ls