3,274,216
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> ( | |mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |