Anonymous

ἀνδρείκελος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνδρείκελος]]), -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ανθρώπου, [[ανθρωπόμορφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ομοίωμα]] του άνδρα, του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) νευρόσπαστο, [[μαριονέτα]], [[κούκλα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που δεν ενεργεί με δική του [[βούληση]] [[αλλά]] [[κατά]] [[επιταγή]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαφή]] στο [[χρώμα]] της ανθρώπινης σάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είκελος]] «όμοιος» <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θεοείκελος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=(Α [[ἀνδρείκελος]]), -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όψη ανθρώπου, [[ανθρωπόμορφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ομοίωμα]] του άνδρα, του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) νευρόσπαστο, [[μαριονέτα]], [[κούκλα]]<br />β) <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] που δεν ενεργεί με δική του [[βούληση]] [[αλλά]] [[κατά]] [[επιταγή]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βαφή]] στο [[χρώμα]] της ανθρώπινης σάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[είκελος]] «όμοιος» <span style="color: red;"><</span> [[έοικα]] ([[πρβλ]]. [[θεοείκελος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm