3,274,919
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)<br />[[μητέρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ηγουμένης<br /><b>2.</b> [[προσφώνηση]] [[κάθε]] μοναχής<br /><b>3.</b> [[γυναίκα]] όχι [[μοναχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμάννα]], [[τροφός]]<br /><b>2.</b> <i>ἀμμάς</i><br />επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας ( | |mltxt=ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)<br />[[μητέρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ηγουμένης<br /><b>2.</b> [[προσφώνηση]] [[κάθε]] μοναχής<br /><b>3.</b> [[γυναίκα]] όχι [[μοναχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμάννα]], [[τροφός]]<br /><b>2.</b> <i>ἀμμάς</i><br />επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας ([[πρβλ]]. λατ. <i>amma</i>). Ο τ. <i>ἀμμὰ</i> αναφέρεται γενικά στην τροφό, [[αλλά]] σημαίνει [[επίσης]] και τη [[μητέρα]]. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. [[αιώνας]]) η λ. κατέληξε [[τίτλος]] για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε [[κάθε]] [[μοναχή]] και στη [[γυναίκα]] γενικότερα. Απαντά [[επίσης]] στον Ηρόδοτο και τ. [[ἀμμία]] με την [[ίδια]] [[σημασία]]: «[[μητέρα]], [[τροφός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |