3,273,006
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνδράποδον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αιχμάλωτος]] που τον πουλούν ως δούλο, [[δούλος]]<br /><b>2.</b> άναντρος, [[άβουλος]], [[δουλοπρεπής]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>ανδράποδα</i>, αναλογικά [[προς]] το [[τετράποδα]] ( | |mltxt=[[ἀνδράποδον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αιχμάλωτος]] που τον πουλούν ως δούλο, [[δούλος]]<br /><b>2.</b> άναντρος, [[άβουλος]], [[δουλοπρεπής]] άντρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i>. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον πληθ. <i>ανδράποδα</i>, αναλογικά [[προς]] το [[τετράποδα]] ([[πρβλ]]. <i>τετραπόδων πάντων και ανδραπόδων</i>). Σήμαινε [[κυρίως]] τον εχθρό που αιχμαλωτίζεται και πουλιέται ως [[δούλος]] ([[Όμηρος]] <b>κ.ά.</b>), προσέλαβε όμως και [[σημασία]] που εκφράζει [[περιφρόνηση]] ([[Πλάτων]], Ξενοφών <b>κ.ά.</b>). Στον Όμηρο απαντά τ. <i>ανδραπόδεσι</i> (ως δοτ. ενός τ. <i>ανδράπους</i>), όπου ο Αρίσταρχος διορθώνει σε <i>ανδραπόδοισι</i>. Πάντως [[είναι]] [[σχεδόν]] βέβαιο ότι ο τ. στον ενικό [[ανδράποδον]] [[είναι]] [[υστερογενής]] και γι΄ αυτό ο [[ομηρικός]] [[στίχος]] (Ιλ. Η 475) αμφισβητήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |