Anonymous

ωραίος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / ὡραῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α<br />(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή [[αισθητική]] [[εμφάνιση]], όμορφος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ωραίο]]<br />α) η [[έννοια]] της ωραιότητας<br />β) [[αισθητική]] [[κατηγορία]] αναφερόμενη σε φαινόμενα της υψηλότερης αισθητικής αξίας, η [[θεμελιώδης]] [[ιδιότητα]] τών έργων της τέχνης να προκαλούν [[αισθητική]] [[ηδονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὡραία]]<br />η [[περίοδος]] του χρόνου [[κατά]] την οποία επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες και, [[κυρίως]], οι [[τέσσερεις]] ή [[πέντε]] μήνες, από την [[άνοιξη]] [[μέχρι]] το [[φθινόπωρο]], [[κατά]] τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες και οι πόλεμοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) αυτός που γίνεται ή παράγεται στην κατάλληλη [[εποχή]]<br />β) ([[ιδίως]] για καρπό) ώριμος<br /><b>2.</b> (για ζώα) ο ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται τον κατάλληλο ή αρμόζοντα χρόνο, [[επίκαιρος]], [[πρόσφορος]] («ἀρότου μεμνημένος [[εἶναι]] ὡραίου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ψάρια) αυτός που παστώθηκε την κατάλληλη [[εποχή]] του έτους<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ώριμος για [[κάτι]] («[[ἐπεὶ]] δ' ἐς ἥβην ἦλθεν [[ὡραία]] γάμων», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[εσχατόγηρος]]<br /><b>6.</b> αυτός που αρμόζει σε κάποιον (α. «[[βίος]] τε εὐκλεὴς καὶ [[θάνατος]] ὡραῖος», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἔνθα]]... ὡραῖα ἐπετέλουν ἱερὰ πρεπούσης ἑκάστῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ζωής του, αυτός που διανύει την [[ακμή]] της νιότης του και της ομορφιάς του («ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) [[γνήσιος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>8.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[εποχή]] [[κατά]] την οποία ωριμάζουν οι καρποί και, [[κυρίως]], το [[σιτάρι]]<br />β) η [[εποχή]] του θερισμού και, [[ιδίως]], το [[διάστημα]] τών [[είκοσι]] ημερών [[πριν]] από την [[ανατολή]] του Σειρίου και τών [[είκοσι]] ημερών [[μετά]] από αυτήν<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὡραῖα</i><br />α) οι καρποί που ωριμάζουν σε μια συγκεκριμένη [[εποχή]] του έτους<br />β) ([[κυρίως]]) οι καρποί αυτοί ως προσφορές στους θεούς<br />γ) τα [[καταμήνια]], [[ιδίως]] [[κατά]] την πρώτη τους [[εμφάνιση]]<br />δ) [[εορτή]] στην Αθήνα [[προς]] τιμήν τών Ωρών<br /><b>10.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>τὴν ὡραίαν</i><br />τη συγκεκριμένη [[εποχή]] [[κατά]] την οποία γίνεται ή συμβαίνει [[κάτι]] («ἐν τῷ χειμῶνι τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ὡραῑόν ἐστι» — οι κλιματικές συνθήκες [[είναι]] ευνοϊκές, πρόσφορες (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωραία</i> / <i>ὡραίως</i>, ΝΑ<br />με [[ωραίο]] τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ καλά, περίφημα («τά πάμε ωραία»)<br /><b>2.</b> εύστοχα («του απάντησες ωραία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>). Για τη σημ. του επιθ. <b>βλ. λ.</b> ώρα].
|mltxt=-α, -ο / ὡραῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α<br />(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή [[αισθητική]] [[εμφάνιση]], όμορφος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ωραίο]]<br />α) η [[έννοια]] της ωραιότητας<br />β) [[αισθητική]] [[κατηγορία]] αναφερόμενη σε φαινόμενα της υψηλότερης αισθητικής αξίας, η [[θεμελιώδης]] [[ιδιότητα]] τών έργων της τέχνης να προκαλούν [[αισθητική]] [[ηδονή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ὡραία]]<br />η [[περίοδος]] του χρόνου [[κατά]] την οποία επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες και, [[κυρίως]], οι [[τέσσερεις]] ή [[πέντε]] μήνες, από την [[άνοιξη]] [[μέχρι]] το [[φθινόπωρο]], [[κατά]] τους οποίους γίνονταν οι εκστρατείες και οι πόλεμοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> α) αυτός που γίνεται ή παράγεται στην κατάλληλη [[εποχή]]<br />β) ([[ιδίως]] για καρπό) ώριμος<br /><b>2.</b> (για ζώα) ο ενός έτους, [[χρονιάρικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που συμβαίνει ή γίνεται τον κατάλληλο ή αρμόζοντα χρόνο, [[επίκαιρος]], [[πρόσφορος]] («ἀρότου μεμνημένος [[εἶναι]] ὡραίου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ψάρια) αυτός που παστώθηκε την κατάλληλη [[εποχή]] του έτους<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) ώριμος για [[κάτι]] («[[ἐπεὶ]] δ' ἐς ἥβην ἦλθεν [[ὡραία]] γάμων», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[εσχατόγηρος]]<br /><b>6.</b> αυτός που αρμόζει σε κάποιον (α. «[[βίος]] τε εὐκλεὴς καὶ [[θάνατος]] ὡραῖος», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[ἔνθα]]... ὡραῖα ἐπετέλουν ἱερὰ πρεπούσης ἑκάστῳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που βρίσκεται στην [[ακμή]] της ζωής του, αυτός που διανύει την [[ακμή]] της νιότης του και της ομορφιάς του («ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) [[γνήσιος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>8.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[εποχή]] [[κατά]] την οποία ωριμάζουν οι καρποί και, [[κυρίως]], το [[σιτάρι]]<br />β) η [[εποχή]] του θερισμού και, [[ιδίως]], το [[διάστημα]] τών [[είκοσι]] ημερών [[πριν]] από την [[ανατολή]] του Σειρίου και τών [[είκοσι]] ημερών [[μετά]] από αυτήν<br /><b>9.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὡραῖα</i><br />α) οι καρποί που ωριμάζουν σε μια συγκεκριμένη [[εποχή]] του έτους<br />β) ([[κυρίως]]) οι καρποί αυτοί ως προσφορές στους θεούς<br />γ) τα [[καταμήνια]], [[ιδίως]] [[κατά]] την πρώτη τους [[εμφάνιση]]<br />δ) [[εορτή]] στην Αθήνα [[προς]] τιμήν τών Ωρών<br /><b>10.</b> (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>τὴν ὡραίαν</i><br />τη συγκεκριμένη [[εποχή]] [[κατά]] την οποία γίνεται ή συμβαίνει [[κάτι]] («ἐν τῷ χειμῶνι τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ὡραῑόν ἐστι» — οι κλιματικές συνθήκες [[είναι]] ευνοϊκές, πρόσφορες (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωραία</i> / <i>ὡραίως</i>, ΝΑ<br />με [[ωραίο]] τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ καλά, περίφημα («τά πάμε ωραία»)<br /><b>2.</b> εύστοχα («του απάντησες ωραία»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>). Για τη σημ. του επιθ. <b>βλ. λ.</b> ώρα].
}}
}}