Anonymous

ἄμποτε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και άμποτες <b>επιφών.</b> (Μ [[ἄμποτε]] και ἄμποτες)<br />[[είθε]], [[μακάρι]], ο Θεός να δώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]]. Ο τ. απαντά για πρώτη [[φορά]], και [[μάλιστα]] με ευχετική [[σημασία]], ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] ἴδοιμι</i>) του στίχου 971 του <i>Προμηθέα</i> του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (<b>Αισχ.</b> Πρ. 971), [[καθώς]] [[επίσης]] και λίγο [[παρακάτω]] ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] νοσοίην) της ευκτικής: <i>Νοσοῖμ</i>’ <i>ἄν</i> του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το <i>ἄν [[ποτέ]] «αν [[καμιά]] [[φορά]]», με [[παράλειψη]] της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. (<b>[[πρβλ]].</b> «αν [[ποτέ]] είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «[[άμποτε]] να είχα»). Στη νεοελλ. [[εκτός]] από [[επιφώνημα]] που εκφράζει [[ευχή]], χρησιμοποιείται [[ακόμη]] ως υποθετ. [[σύνδεσμος]] και ως ερωτηματικό [[μόριο]] που εκφράζει [[απορία]] ή [[ερώτηση]]. Παράλληλα υπάρχει και τ. <i>άμποτες</i>, ήδη μσν. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ποτέ]]<br /><i>ποτές</i>)].
|mltxt=και άμποτες <b>επιφών.</b> (Μ [[ἄμποτε]] και ἄμποτες)<br />[[είθε]], [[μακάρι]], ο Θεός να δώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]]. Ο τ. απαντά για πρώτη [[φορά]], και [[μάλιστα]] με ευχετική [[σημασία]], ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] ἴδοιμι</i>) του στίχου 971 του <i>Προμηθέα</i> του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (<b>Αισχ.</b> Πρ. 971), [[καθώς]] [[επίσης]] και λίγο [[παρακάτω]] ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] νοσοίην) της ευκτικής: <i>Νοσοῖμ</i>’ <i>ἄν</i> του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το <i>ἄν [[ποτέ]] «αν [[καμιά]] [[φορά]]», με [[παράλειψη]] της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. ([[πρβλ]]. «αν [[ποτέ]] είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «[[άμποτε]] να είχα»). Στη νεοελλ. [[εκτός]] από [[επιφώνημα]] που εκφράζει [[ευχή]], χρησιμοποιείται [[ακόμη]] ως υποθετ. [[σύνδεσμος]] και ως ερωτηματικό [[μόριο]] που εκφράζει [[απορία]] ή [[ερώτηση]]. Παράλληλα υπάρχει και τ. <i>άμποτες</i>, ήδη μσν. ([[πρβλ]]. [[ποτέ]]<br /><i>ποτές</i>)].
}}
}}