3,271,344
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] ( | |mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |