Anonymous

ἄπελος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»].
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] ([[πρβλ]]. [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym