Anonymous

ἀπειρέσιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμάξιτος</i>), δεν ικανοποιεί].
|mltxt=[[ἀπειρέσιος]], -α, -ον κ. [[απερείσιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]]<br /><b>2.</b> [[αναρίθμητος]], [[πολύς]]<br /><b>3.</b> [[ανείπωτος]], [[εξαίρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη [[θέση]] της λ. στον στίχο. Ο [[παράλληλος]] τ. [[απείριτος]] απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. [[πόντος]], ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική [[γλώσσα]] χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. [[απειρέσιος]] πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του [[πείρω]] <i>α</i> -<i>πέρ</i> -<i>ετος</i> παρεκτεταμένο με το [[επίθημα]] -<i>ιος</i> ή από το <i>απείρετος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πείραρ]] «[[τέρμα]]». Η [[υπόθεση]] ότι ο τ. [[απείριτος]] προέρχεται από τ. <i>α</i> -<i>περι</i> -<i>ιτος</i>, όπου <i>ιτος</i> ρηματ. επίθ. του [[είμι]] ([[πρβλ]]. <i>αμάξιτος</i>), δεν ικανοποιεί].
}}
}}
{{lsm
{{lsm