Anonymous

Ἀσκώλια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]].
|mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> ([[πρβλ]]. αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀσκώλια:''' τά ([[ἀσκός]]), δεύτερη [[μέρα]] των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere [[per]] utres".
|lsmtext='''Ἀσκώλια:''' τά ([[ἀσκός]]), δεύτερη [[μέρα]] των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere [[per]] utres".
}}
}}