Anonymous

ἅμιλλα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῦμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>].
|mltxt=η (Α [[ἅμιλλα]])<br /><b>1.</b> [[αγώνας]] για την [[υπεροχή]], [[προσπάθεια]] δύο ή περισσοτέρων για [[υπερτέρηση]], [[συναγωνισμός]], [[ανταγωνισμός]]<br /><b>2.</b> [[αμοιβαίος]] [[ζήλος]], [[αγώνας]], [[προσπάθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με επίθ.) «[[ἅμιλλα]] [[φιλόπλουτος]], [[πολύτεκνος]]» — [[αγώνας]] για πλούτη, για [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἅμιλλα]] ἵππων», [[αγώνας]] ιπποδρομίας<br />«ἅμιλλαν [[τίθημι]] ἤ [[προτίθημι]]», [[προτείνω]] αγώνα<br />«ἅμιλλαν ποιοῦμαι», [[αμιλλώμαι]], [[διαγωνίζομαι]], [[αγωνίζομαι]], [[πρόθυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή [[χρήση]] στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται [[συνήθως]] σε αρχικό τ. <i>ἅμ</i>-<i>ιλ</i>-<i>yα</i>, από όπου προήλθε με [[αφομοίωση]] ([[πρβλ]]. και τις λ. [[θύελλα]], [[άμαλλα]]). Η [[ακριβής]] όμως [[προέλευση]] τών επιμέρους στοιχείων της λ. [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. <i>ἅμα</i> «[[μαζί]]» και β΄ συνθ. το ουσ. <i>ἴλη</i> «[[ομάδα]] ανθρώπων, όμιλος, [[τμήμα]] ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού <i>F</i> στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται [[άλλη]] [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία το [[μόρφημα]] -<i>ιλ</i>- της λ. αποτελεί [[στοιχείο]] της καταλήξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἁμιλλῶμαι</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm