Anonymous

ἀναγωγή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<*>" to "<abbr title="Illegible text in print source">†</abbr>")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναγωγή]])<br />[[άρση]], [[ανύψωση]], το να οδηγείται [[κάτι]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετατροπή]], [[μετασχηματισμός]] κάποιου πράγματος σε [[άλλο]] ισοδύναμο, απλούστερο, βασικότερο<br /><b>2.</b> [[απόδοση]] τών αιτίων σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανέβασμα]], [[εξύψωση]], [[εξιδανίκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναχώρηση]] πλοίου, [[ταξίδι]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], [[απόπλους]]<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]] τών [[φυτών]], [[καλλιέργεια]]<br /><b>3.</b> [[αγωγή]], [[ανατροφή]],<br /><b>4.</b> [[επίκληση]] (πνεύματος <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εμετός]], [[απόχρεμψη]]<br /><b>6.</b> [[απόδοση]], [[επιστροφή]] δούλου στον πωλητή του, [[αποζημίωση]]<br /><b>7.</b> (ως φιλοσ. όρος) α) [[αναφορά]] στην πρώτη [[αρχή]] ή [[αιτία]]<br />β) [[ανάλυση]] ορισμών σε συλλογισμούς<br />γ) [[έκσταση]], [[ενόραση]], [[διαίσθηση]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀναγωγαί</i>, προσφορές, θυσίες για την [[ευόδωση]] πλοίου που αποπλέει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγω]]. Η λ. [[ἀναγωγή]] παράγεται με [[αττικό]] διπλασιασμό<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἄγω</i>-[[ἀγωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγωγέας]](-<i>εύς</i>), <i>αναγώγια</i>, [[αναγωγικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀναγώγιος]].
|mltxt=η (Α [[ἀναγωγή]])<br />[[άρση]], [[ανύψωση]], το να οδηγείται [[κάτι]] από [[κάτω]] [[προς]] τα [[επάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετατροπή]], [[μετασχηματισμός]] κάποιου πράγματος σε [[άλλο]] ισοδύναμο, απλούστερο, βασικότερο<br /><b>2.</b> [[απόδοση]] τών αιτίων σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανέβασμα]], [[εξύψωση]], [[εξιδανίκευση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναχώρηση]] πλοίου, [[ταξίδι]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]], [[απόπλους]]<br /><b>2.</b> [[περιποίηση]] τών [[φυτών]], [[καλλιέργεια]]<br /><b>3.</b> [[αγωγή]], [[ανατροφή]],<br /><b>4.</b> [[επίκληση]] (πνεύματος <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[εμετός]], [[απόχρεμψη]]<br /><b>6.</b> [[απόδοση]], [[επιστροφή]] δούλου στον πωλητή του, [[αποζημίωση]]<br /><b>7.</b> (ως φιλοσ. όρος) α) [[αναφορά]] στην πρώτη [[αρχή]] ή [[αιτία]]<br />β) [[ανάλυση]] ορισμών σε συλλογισμούς<br />γ) [[έκσταση]], [[ενόραση]], [[διαίσθηση]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀναγωγαί</i>, προσφορές, θυσίες για την [[ευόδωση]] πλοίου που αποπλέει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀνάγω]]. Η λ. [[ἀναγωγή]] παράγεται με [[αττικό]] διπλασιασμό<br />[[πρβλ]]. και <i>ἄγω</i>-[[ἀγωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναγωγέας]](-<i>εύς</i>), <i>αναγώγια</i>, [[αναγωγικός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀναγώγιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm