Anonymous

ἑτερότροπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τρόπος]])].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερότροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο<br /><b>2.</b> [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερότροπα</i><br />τα έμβρυα μερικών [[φυτών]] τα οποία [[είναι]] τοποθετημένα [[λοξά]] [[προς]] τον άξονα του σπέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέπεται [[προς]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]], [[παλίντροπος]], [[άστατος]], [[παλίμβουλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετικά ήθη, που φέρεται με ασυνήθιστο τρόπο, ο [[ιδιότροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροτρόπως</i> (ΑΜ ἑτεροτρόπως)<br />αλλιώτικα, [[αλλιώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο αρχ. και μσν. τ. προέρχεται από <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τρόπος]] ενώ ο τ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] [[είναι]] αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterotropous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>tropous</i> ([[πρβλ]]. [[τρόπος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm