3,273,778
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] που [[είναι]] [[μέλος]] του επιτελείου<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού<br /><b>3.</b> αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη [[κόμματος]], οργανισμού ή κινήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («[[ἐπιτελής]] δ’ εἴη ἡ [[εὐχή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η ώριμη για γάμο<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί στην [[εκπλήρωση]], στην [[ολοκλήρωση]]<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φορολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτελῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ( | |mltxt=-ές (Α [[ἐπιτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] που [[είναι]] [[μέλος]] του επιτελείου<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού<br /><b>3.</b> αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη [[κόμματος]], οργανισμού ή κινήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («[[ἐπιτελής]] δ’ εἴη ἡ [[εὐχή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η ώριμη για γάμο<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί στην [[εκπλήρωση]], στην [[ολοκλήρωση]]<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φορολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτελῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>τελής</i>, <i>νομο</i>-<i>τελής</i>). Ο νεοελλ. τ. με τη [[σημασία]] «[[αξιωματικός]], [[στρατιωτικός]]» [[είναι]] [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>επι</i>-[[τέλλω]] / -<i>ομαι</i> «[[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |