Anonymous

ἐμπολή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αμπολή]], η (AM [[ἐμπολή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] με το οποίο διοχετεύεται το [[νερό]] για [[άρδευση]] ή σε [[δεξαμενή]] μύλου, [[χαντάκι]], [[οχετός]], [[λούκι]], κν. [[αμπολή]]<br /><b>2.</b> αρδευτικό [[φράγμα]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρο]] [[άνοιγμα]] τοίχου που χρησιμεύει ως [[διάβαση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εισαγωγή]] εμπορεύματος (<b>βλ.</b> και [[ἐμβολή]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόλημα]], [[εμπόρευμα]], πραμάτειες, εμπορικά είδη<br /><b>2.</b> [[αποστολή]] εμπορευμάτων<br /><b>3.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]]<br /><b>4.</b> [[κέρδος]] από [[εμπόριο]], χρήματα<br /><b>5.</b> το [[κέρδος]] τών πορνών και τών πορνοβοσκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εμπολή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εντολή]]), αρκαδ. <i>ινπολά</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>εμπέλω</i>, -<i>ομαι</i>. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. [[πέλομαι]] (με τη [[σημασία]] του «[[κινώ]], κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πωλώ]] (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, [[παρά]] τη σημασιολογική τους [[ομοιότητα]]). Με το προθηματικό <i>εν</i>- δηλώνεται η [[κίνηση]] η οποία περιλαμβάνεται στη [[σημασία]] της λέξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εμπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπολεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εμπολαίος]], [[εμπόλημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απεμπολή</i>, [[παρεμπολή]]].
|mltxt=και [[αμπολή]], η (AM [[ἐμπολή]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] με το οποίο διοχετεύεται το [[νερό]] για [[άρδευση]] ή σε [[δεξαμενή]] μύλου, [[χαντάκι]], [[οχετός]], [[λούκι]], κν. [[αμπολή]]<br /><b>2.</b> αρδευτικό [[φράγμα]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρο]] [[άνοιγμα]] τοίχου που χρησιμεύει ως [[διάβαση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εισαγωγή]] εμπορεύματος (<b>βλ.</b> και [[ἐμβολή]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόλημα]], [[εμπόρευμα]], πραμάτειες, εμπορικά είδη<br /><b>2.</b> [[αποστολή]] εμπορευμάτων<br /><b>3.</b> [[εμπόριο]], [[συναλλαγή]], [[δοσοληψία]]<br /><b>4.</b> [[κέρδος]] από [[εμπόριο]], χρήματα<br /><b>5.</b> το [[κέρδος]] τών πορνών και τών πορνοβοσκών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εμπολή]] ([[πρβλ]]. [[εντολή]]), αρκαδ. <i>ινπολά</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>εμπέλω</i>, -<i>ομαι</i>. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. [[πέλομαι]] (με τη [[σημασία]] του «[[κινώ]], κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πωλώ]] (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, [[παρά]] τη σημασιολογική τους [[ομοιότητα]]). Με το προθηματικό <i>εν</i>- δηλώνεται η [[κίνηση]] η οποία περιλαμβάνεται στη [[σημασία]] της λέξεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εμπολώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμπολεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εμπολαίος]], [[εμπόλημα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απεμπολή</i>, [[παρεμπολή]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm