Anonymous

ἔτειος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔτειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] χρόνο ή μια [[φορά]] τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «[[ἔτειος]] [[δασμός]]»)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]] («φρουρᾱς ἐτείας [[μῆκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ηλικίας ενός έτους («[[βρέφος]] έτειον»)<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει στο [[έτος]] ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐτεία</i><br />α) [[συμβούλιο]] αξιωματούχων με ετήσια [[θητεία]]<br />β) η [[θητεία]] του συμβουλίου<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔτεια</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας του συμβουλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετεσ</i>- (θ. του [[έτος]]) -<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κήδειος]] <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]], [[έλειος]] <span style="color: red;"><</span> [[έλος]]). Από τη [[φράση]] <i>επ</i>' [[έτος]] προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» [[επέτειος]]].
|mltxt=[[ἔτειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] χρόνο ή μια [[φορά]] τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «[[ἔτειος]] [[δασμός]]»)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]] («φρουρᾱς ἐτείας [[μῆκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ηλικίας ενός έτους («[[βρέφος]] έτειον»)<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει στο [[έτος]] ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐτεία</i><br />α) [[συμβούλιο]] αξιωματούχων με ετήσια [[θητεία]]<br />β) η [[θητεία]] του συμβουλίου<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔτεια</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας του συμβουλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετεσ</i>- (θ. του [[έτος]]) -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[κήδειος]] <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]], [[έλειος]] <span style="color: red;"><</span> [[έλος]]). Από τη [[φράση]] <i>επ</i>' [[έτος]] προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» [[επέτειος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm