3,274,216
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- ( | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκπαγλος]], -ον)<br />αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την [[ομορφιά]], τη [[δύναμη]] ή [[άλλο]] [[προτέρημα]] (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει [[ἔκπαγλος]]» — με εκπληκτική [[δύναμη]]<br />γ. «ἐν πόνοις [[ἔκπαγλος]]» — [[θαυμαστός]] για τα κατορθώματά του)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπληκτικός]], [[φοβερός]] («[[ἔκπαγλος]] ἐὼν και [[θαρσαλέος]] [[πολεμιστής]]», «χειμὼν [[ἔκπαγλος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) εκπληκτικά, υπερβολικά («ἔκπαγλ' ἐφίλησα» — σ' αγάπησα υπερβολικά).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έκ</i>-<i>πλαγ</i>-<i>λος</i> (με [[ανομοίωση]] τών δύο -<i>λ</i>-) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εκ</i>-<i>πλαγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>εκπλαγήναι</i>, [[απαρέμφατο]] παθ. αορ. του ρ. <i>εκπλήσσομαι</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] στην [[ποίηση]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |