3,274,754
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. [[επόπτρια]] και επόπτις) (AM [[ἐπόπτης]]<br />θηλ. Α [[ἐπόπτις]]<br />Μ [[ἐπόπτρια]])<br />αυτός που εποπτεύει τη [[λειτουργία]], τη [[διεξαγωγή]], την [[τήρηση]] έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «[[επόπτης]] εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ [[γεωμέτρης]] [[ἐπόπτης]] ([[νεώς]])», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που τά βλέπει όλα, [[προστάτης]] («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεατής]], [[παρατηρητής]] («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις [[ἐπόπτης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]] («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [του Χριστού]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο [[θεωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ( | |mltxt=ο (θηλ. [[επόπτρια]] και επόπτις) (AM [[ἐπόπτης]]<br />θηλ. Α [[ἐπόπτις]]<br />Μ [[ἐπόπτρια]])<br />αυτός που εποπτεύει τη [[λειτουργία]], τη [[διεξαγωγή]], την [[τήρηση]] έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «[[επόπτης]] εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ [[γεωμέτρης]] [[ἐπόπτης]] ([[νεώς]])», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που τά βλέπει όλα, [[προστάτης]] («ἐπικαλεσαμένη τὸν πάντων ἐπόπτην θεόν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεατής]], [[παρατηρητής]] («καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις [[ἐπόπτης]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αυτόπτης]] [[μάρτυρας]] («ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος [του Χριστού]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αυτός που μυήθηκε στον τρίτο και τελευταίο βαθμό τών ελευσίνιων μυστηρίων, ο [[θεωρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>όπτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όπωπα</i>), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-<i>όπτης</i>, <i>κατ</i>-<i>όπτης</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |