Anonymous

ἐρέφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρέφω]] και [[ἐρέπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στεγάζω]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]], [[σκεπάζω]] («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], [[καλύπτω]] με [[στεφάνι]]<br /><b>3.</b> [[διακοσμώ]], [[στολίζω]] [[κάτι]] σαν με [[στεφάνι]] ή με [[άνθη]] («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]], [[σκέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ερέφω]], εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ye</i> / -<i>yo</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[είρω]] Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. <i>hirnireba</i> «[[κρανίο]], [[κάλυμμα]] εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. <i>rippa</i>, <i>rippi</i>, αρχ. αγγλ. <i>ribb</i>, αρχ. ισλ. <i>rif</i> «[[πλευρά]]»— ανάγεται δε σε ΙE <i>rebh</i>-<i>io</i>- «[[καλύπτω]] από [[πάνω]]». Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του εμφανίζεται στο παράγωγο <i>όροφος</i>, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή [[σύνθετα]] ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. [[ερέφω]] ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] -<i>ερεφής</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>έρεφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]]) και -<i>ηρεφής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφιρεφής</i>, [[ανηρεφής]], [[διηρεφής]], [[επηρεφής]], [[κατηρεφής]], [[κισσηρεφής]], [[νυκτηρεφής]], [[πετρηρεφής]], [[συγκατηρεφής]], [[συνηρεφής]], [[υψερεφής]], [[υψηρεφής]]].
|mltxt=[[ἐρέφω]] και [[ἐρέπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στεγάζω]], [[καλύπτω]] με [[στέγη]], [[σκεπάζω]] («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιστέφω]], [[στεφανώνω]], [[καλύπτω]] με [[στεφάνι]]<br /><b>3.</b> [[διακοσμώ]], [[στολίζω]] [[κάτι]] σαν με [[στεφάνι]] ή με [[άνθη]] («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]], [[σκέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ερέφω]], εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ye</i> / -<i>yo</i> ([[πρβλ]]. [[είρω]] Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. <i>hirnireba</i> «[[κρανίο]], [[κάλυμμα]] εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. <i>rippa</i>, <i>rippi</i>, αρχ. αγγλ. <i>ribb</i>, αρχ. ισλ. <i>rif</i> «[[πλευρά]]»— ανάγεται δε σε ΙE <i>rebh</i>-<i>io</i>- «[[καλύπτω]] από [[πάνω]]». Η ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του εμφανίζεται στο παράγωγο <i>όροφος</i>, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή [[σύνθετα]] ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. [[ερέφω]] ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] -<i>ερεφής</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>έρεφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ερέφω]]) και -<i>ηρεφής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αμφιρεφής</i>, [[ανηρεφής]], [[διηρεφής]], [[επηρεφής]], [[κατηρεφής]], [[κισσηρεφής]], [[νυκτηρεφής]], [[πετρηρεφής]], [[συγκατηρεφής]], [[συνηρεφής]], [[υψερεφής]], [[υψηρεφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm