Anonymous

ἱπποτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[ἱπποτρόφος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή [[χώρα]]) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την [[αναπαραγωγή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>πτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[ἱπποτρόφος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή [[χώρα]]) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την [[αναπαραγωγή]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>πτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm