3,270,824
edits
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ( | |mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ([[πρβλ]]. [[ιμάντας]])]. | ||
}} | }} |