Anonymous

ὠκύπους: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>].
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>ocypode</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm