3,277,206
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />[[πρβλ]]. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἀκάμας]] (-αντος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούραστος]], [[ακαταπόνητος]]<br />«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (<b>Ομ.</b> Σ 239)<br /><b>2.</b> [[ακατάπαυστος]], [[ασταμάτητος]], [[διαρκής]]<br />«ἀκάμαντες πόνοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κάμα]]-<i>ς</i>, -<i>αντος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμνω]]<br />η λ. <i>ἀκάμᾱς</i> χρησιμοποιήθηκε [[νωρίς]], ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», [[πράγμα]] που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]]. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του [[ἀκάμας]] υπήρξαν τα [[ἀκμής]] -<i>ῆττος</i> και [[ἄκμητος]] [[καθώς]] και το σύνθ. [[ἀκάματος]] (από το ουσ. [[κάματος]]) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. [[ἀκάμας]] υπήρξε ιδιαίτερα [[προσφιλής]] στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια [[σειρά]] από [[σύνθετα]] με τη σημ. του «[[ακούραστος]]» ([[ἀκαμαντολόγχας]], [[ἀκαμαντομάχας]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀκαμαντοχάρμας]]<br />[[πρβλ]]. και [[ἀκαμαντορόας]], «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. [[σχηματισμός]] -<i>κμητος</i> χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας [[σειράς]] διαφόρων σημασιών συνθετών ([[πρβλ]]. [[ἄκμητος]], [[πολύκμητος]], [[ἀνδρόκμητος]], <i>δουρί</i>-<i>κμητος</i>, <i>πυρί</i>-<i>κμητος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |