Anonymous

χωλός: Difference between revisions

From LSJ
33 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάσει το [[πόδι]] ή τα πόδια του, [[κουτσός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά [[επειδή]] έχει [[ελάττωμα]] στο [[πόδι]] ή στα πόδια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ελλιπής]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει παράλυτο [[χέρι]], [[κουλός]] («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην [[έκτη]] [[θέση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωλῶς</i> Μ<br />ελλιπώς, ελαττωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>λός</i> τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες ([[πρβλ]]. <i>στρεβ</i>-<i>λός</i>, <i>τραυ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. <i>χαλῶ</i> παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
|mltxt=-ή, -ό / [[χωλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χάσει το [[πόδι]] ή τα πόδια του, [[κουτσός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά [[επειδή]] έχει [[ελάττωμα]] στο [[πόδι]] ή στα πόδια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ελλιπής]], [[ελαττωματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[χωλός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει παράλυτο [[χέρι]], [[κουλός]] («χεῑρα χωλὴν ἕξειν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> (για ιαμβικό τρίμετρο στίχο) αυτός που έχει σπονδείο στη δεύτερη, στην τέταρτη ή στην [[έκτη]] [[θέση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χωλῶς</i> Μ<br />ελλιπώς, ελαττωματικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. που εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>λός</i> τών επιθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες ([[πρβλ]]. [[στρεβλός]], [[τραυλός]], [[τυφλός]]). Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. <i>χαλῶ</i> παραμένει ανεπιβεβαίωτη].
}}
}}
{{lsm
{{lsm