Anonymous

ευδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διοίκητος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διοίκητος</i>].
|mltxt=[[εὐδιοίκητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αφομοιώνεται ή χωνεύεται εύκολα («τροφῆς... εὐδιοικήτου... καὶ εὐστομάχου», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο καλά τακτοποιημένος<br /><b>3.</b> το αρσ. ως [[κολακευτικός]] όρος προσφωνήσεως («εὐδιοίκητε Εὔπορε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διοικητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διοικώ]]), [[πρβλ]]. [[αδιοίκητος]], [[δυσδιοίκητος]], [[πολυδιοίκητος]]].
}}
}}