3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=εύηθες (ΑΜ [[εὐήθης]], εὔηθες)<br />υπερβολικά [[αγαθός]] και [[αφελής]], [[χαζός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό [[ήθος]], [[απλός]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» — το ένα [[γνώρισμα]] τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το [[άλλο]] τών πιο πανούργων, Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔηθες</i><br />[[αγαθό]] [[ήθος]], [[απλότητα]], [[εντιμότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) <b>(ευφημ.)</b> «καλόψυχη», [[πόρνη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή [[τραύμα]]) ευκολοθεράπευτος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὔηθές ἔστι» — [[είναι]] [[ανοησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐήθως</i> (Α)<br />με υπερβολική [[αφέλεια]], ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ήθος]]), [[πρβλ]]. [[καλοήθης]], [[συνήθης]]. Πρόκειται για ευφημισμό (<i>ευ</i>-<i>ήθης</i> = «με καλό χαρακτήρα») [[αντί]] του [[βλαξ]] («με ανόητο χαρακτήρα»). Ανάλογες ευφημιστικές χρήσεις αποτελούν τα νεοελλ. [[αγαθός]] και [[αγαθιάρης]] ([[συνδυασμός]] του ευφημιστικού θέματος <i>αγαθ</i>- με τη μειωτικής σημασίας [[κατάληξη]] -<i>ιάρης</i><br />[[πρβλ]]. [[κιτρινιάρης]], [[κλαψιάρης]], [[κουλτουριάρης]])]. | ||
}} | }} |