Anonymous

εὐτραφής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>διο</i>-<i>τραφής</i>, <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[διοτραφής]], [[μουσοτραφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm