Anonymous

ηλιοτρόπιο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ηλιοτρόπι και [[λιοτρόπι]], το (AM [[ἡλιοτρόπιον]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] του οποίου το [[άνθος]] και τα φύλλα στρέφονται [[προς]] τον ήλιο<br /><b>2.</b> αιματόλιθος, σκουροπράσινη [[ποικιλία]] του χαλκηδονίου<br /><b>3.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από λειχήνες<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> το θερινό [[ηλιοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(γεωδ.)</b> όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει [[προς]] ορισμένο στόχο<br /><b>αρχ.</b><br />το ηλιακό [[ρολόγι]] («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ [[πεντάπυλα]]... [[ἡλιοτρόπιον]] καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. <i>εκ</i>-<i>τρόπιον</i>, <i>σεληνο</i>-<i>τρόπιον</i>. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heliotrope</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>trope</i> ([[πρβλ]]. -<i>τροπιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]])].
|mltxt=και ηλιοτρόπι και [[λιοτρόπι]], το (AM [[ἡλιοτρόπιον]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] του οποίου το [[άνθος]] και τα φύλλα στρέφονται [[προς]] τον ήλιο<br /><b>2.</b> αιματόλιθος, σκουροπράσινη [[ποικιλία]] του χαλκηδονίου<br /><b>3.</b> [[χρωστική]] [[ουσία]] που λαμβάνεται από λειχήνες<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> το θερινό [[ηλιοστάσιο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(γεωδ.)</b> όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει [[προς]] ορισμένο στόχο<br /><b>αρχ.</b><br />το ηλιακό [[ρολόγι]] («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ [[πεντάπυλα]]... [[ἡλιοτρόπιον]] καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τροπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]]), [[πρβλ]]. [[εκτρόπιον]], [[σεληνοτρόπιον]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>heliotrope</i> <span style="color: red;"><</span> <i>helio</i>- ([[πρβλ]]. <i>ηλιο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>trope</i> ([[πρβλ]]. -<i>τροπιον</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπος]])].
}}
}}