Anonymous

θάπτω: Difference between revisions

From LSJ
22 bytes removed ,  23 August 2021
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[θάπτω]])<br /><b>βλ.</b> [[θάβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές <i>θαπ</i>- και <i>ταφ</i>- (με τον νόμο της ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE <i>dhmbh</i>- «[[σκάβω]]» (η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- της ρίζας δεν απαντά) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τω</i> ([[πρβλ]]. <i>βλάπ</i>-<i>τω</i>, <i>κό</i>-<i>πτω</i>). Συνδέεται με αρμ. <i>damb</i>-<i>an</i>, <i>damb</i>-<i>aran</i> «[[τάφος]]», τα οποία σε συνδυασμό με το ελλ. <i>τάφ</i>-<i>ρ</i>-<i>ος</i> επιτρέπουν ίσως την [[αναγωγή]] σε [[θέμα]] <i>r</i>/<i>n</i>. Ο νεοελλ. τ. [[θάβω]] από τον αόρ. <i>έθαψα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έθλιψα</i> - [[θλίβω]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ταφή]], [[τάφος]], [[τάφρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εκθάπτω]], [[ενθάπτω]], [[συνθάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιθάπτω</i>, <i>επενθάπτω</i>, [[επιθάπτω]], [[καταθάπτω]], [[παραθάπτω]], [[παρακαταθάπτω]], [[προθάπτω]], [[συγκαταθάπτω]], [[συνενθάπτω]]].
|mltxt=(AM [[θάπτω]])<br /><b>βλ.</b> [[θάβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>θάπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>θαφ</i>-, το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές <i>θαπ</i>- και <i>ταφ</i>- (με τον νόμο της ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE <i>dhmbh</i>- «[[σκάβω]]» (η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>dhembh</i>- της ρίζας δεν απαντά) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τω</i> ([[πρβλ]]. [[βλάπτω]], [[κόπτω]]). Συνδέεται με αρμ. <i>damb</i>-<i>an</i>, <i>damb</i>-<i>aran</i> «[[τάφος]]», τα οποία σε συνδυασμό με το ελλ. <i>τάφ</i>-<i>ρ</i>-<i>ος</i> επιτρέπουν ίσως την [[αναγωγή]] σε [[θέμα]] <i>r</i>/<i>n</i>. Ο νεοελλ. τ. [[θάβω]] από τον αόρ. <i>έθαψα</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έθλιψα</i> - [[θλίβω]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ταφή]], [[τάφος]], [[τάφρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εκθάπτω]], [[ενθάπτω]], [[συνθάπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιθάπτω</i>, <i>επενθάπτω</i>, [[επιθάπτω]], [[καταθάπτω]], [[παραθάπτω]], [[παρακαταθάπτω]], [[προθάπτω]], [[συγκαταθάπτω]], [[συνενθάπτω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm