Anonymous

ευσεβής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσεβής]], -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, [[θρήσκος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τον διακρίνει [[ευσέβεια]] (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)<br /><b>3.</b> αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται [[φανερά]] και [[είναι]] πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγιος]], [[ιερός]] («[[θρησκεία]] εὐσεβὴς και [[θεία]]»)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]], τιμητική [[προσφώνηση]] αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη [[βασίλισσα]]...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν [[χῶρος]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Αδης<br />β) «[[φόρος]] [[ευσεβής]]» — [[φόρος]] που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευσεβώς]] (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)<br />με [[ευσέβεια]], με σεβασμό [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορθά]], σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν [[ἔργον]] [[εἶναι]] τῶν γεωργῶν ἀλλ' [[ἔργον]] τοῦ Θεοῡ»)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με την ορθόδοξο [[πίστη]] («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σεβής</i>, <i>θεο</i>-<i>σεβής</i>. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και [[κυρίως]] στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η [[σημασία]] αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό [[προς]] τα [[θεία]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσεβής]], -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, [[θρήσκος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τον διακρίνει [[ευσέβεια]] (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)<br /><b>3.</b> αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται [[φανερά]] και [[είναι]] πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγιος]], [[ιερός]] («[[θρησκεία]] εὐσεβὴς και [[θεία]]»)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]], τιμητική [[προσφώνηση]] αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη [[βασίλισσα]]...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν [[χῶρος]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Αδης<br />β) «[[φόρος]] [[ευσεβής]]» — [[φόρος]] που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευσεβώς]] (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)<br />με [[ευσέβεια]], με σεβασμό [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορθά]], σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν [[ἔργον]] [[εἶναι]] τῶν γεωργῶν ἀλλ' [[ἔργον]] τοῦ Θεοῡ»)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με την ορθόδοξο [[πίστη]] («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]]), [[πρβλ]]. [[ασεβής]], [[θεοσεβής]]. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και [[κυρίως]] στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η [[σημασία]] αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό [[προς]] τα [[θεία]]].
}}
}}