Anonymous

θαλασσομάχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=θᾰλασσομάχος
|Full diacritics=θᾰλασσομᾰ́χος
|Medium diacritics=θαλασσομάχος
|Medium diacritics=θαλασσομάχος
|Low diacritics=θαλασσομάχος
|Low diacritics=θαλασσομάχος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thalassomachos
|Transliteration C=thalassomachos
|Beta Code=qalassoma/xos
|Beta Code=qalassoma/xos
|Definition=[μᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fighting by sea]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>188.26</span>, <span class="bibl">Vett.Val.18.35</span>.</span>
|Definition=[μᾰ], ον, [[fighting by sea]], A.D.''Adv.''188.26, Vett.Val.18.35.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[θαλασσομάχος]], -ον)<br />αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη [[θάλασσα]], ο [[ναυμάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θαλασσομάχος]]<br />ξύλινο [[δοράτιο]] που εξείχε [[κάτω]] από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ' αυτόν με [[σχοινιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ναυτικούς) αυτός που μάχεται με τα κύματα, αυτός που θαλασσοδέρνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]) [[πρβλ]]. [[ιππομάχος]], [[ταυρομάχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Νικολάου Κοντοπούλου].
|mltxt=-ο (AM [[θαλασσομάχος]], -ον)<br />αυτός που πολέμησε ή πολεμά στη [[θάλασσα]], ο [[ναυμάχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[θαλασσομάχος]]<br />ξύλινο [[δοράτιο]] που εξείχε [[κάτω]] από τον πρόβολο τών παλαιών ιστιοφόρων και στερεωνόταν σ' αυτόν με [[σχοινιά]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ναυτικούς) αυτός που μάχεται με τα κύματα, αυτός που θαλασσοδέρνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχη]]) [[πρβλ]]. [[ιππομάχος]], [[ταυρομάχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Λεξικόν Ελληνογαλλικόν</i> του Νικολάου Κοντοπούλου].
}}
}}